Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

Nick Gravenites Live!


Χτες το βράδυ έλαβε χώρα στο Κύτταρο μια φοβερή συναυλία του Nick Gravenites η οποία θεωρώ πως δεν πρέπει να περάσει δίχως αναφορά. Περιστοιχισμένος από τους ίδιους μουσικούς με την εμφάνιση του τον περασμένο Φλεβάρη (Νίκος Ντουνούσης των Nick & the Backbone) o Nick “The Greek” έκανε μια κορυφαία εμφάνιση (πιστεύω πως κάθε φορά καταφέρνει να ξεπερνά τον εαυτό του ο άνθρωπος αυτός). Δεν θέλω να γράψω για την τεχνική αρτιότητα των μουσικών, τον μουσικό εξοπλισμό τους, την ποιότητα ήχου, κλπ. ΟΚ, ήταν σε υψηλό επίπεδο (αν μου αρμόζει να είμαι εγώ ο κριτής αυτών). Αυτό που μετρά είναι η καταγραφή του γεγονότος και για αυτό γράφω αυτές τις ταπεινές αράδες. Δεν μπορώ να φέρω αντικειμενική άποψη για το όλο γεγονός ούτε και είναι κάτι που επιθυμώ, καθώς ως fan όλα περνούν από το πρίσμα του blues enthusiast ο οποίος όταν ακούει και βλέπει τον άνθρωπο αυτό, συνειρμικά φέρει στο μυαλό του όλους αυτούς που ο Νικ γνωρίζε, έπαιξε μαζί και βρέθηκε στον ίδιο χώρο, όχι ως απλός παραβρισκόμενος αλλά ως μέλος ενός πάνθεου που περιλαμβάνει τους Muddy Waters, Mike Bloomfield, John Cipollina, Janis Joplin, Paul Butterfield, Elvin Bishop, Buddy Miles για να αναφέρουμε μερικά γνωστά ονόματα. Ένας άνθρωπος που αισίως έκλεισε τα 70 του χρόνια και όμως είχε την ενέργεια να παίζει από τις 11 το βράδυ ως τις 3 περίπου το πρωί με ένα μικρό διάλειμμα. Μια φωνή που αρνείται καταλαγιάσει και ακούγεται τόσο φρέσκια όσο όταν τραγουδούσε το Moon Tune. Πάνω στην σκηνή, στο Κύτταρο, με ένα μικρό αλλά ιδιαιτέρως θερμό κοινό ο Γραβενίτης τραγούδησε τα Blues με τον τσαμπουκά του ανθρώπου που τα έχει δει όλα και έμεινε ο «τελευταίος να παίξει το παιχνίδι».

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2008

Junior Kimbrough "Sad Days, Lonely Nights"



Όλος ο ιδρώτας να τρέξει στην πλάτη σου, δεν είναι σε θέση να ξεπλύνει την πίσα από το κορμί σου. Σε ένα Juke Joint σε μια άκρη της Αμερικής, με μια κορεάτικη κιθάρα, μυτερή σαν αγκάθι, είναι ο Kimbrough και λέει μια προσευχή για τον εξορκισμό του διαόλου που έχει μπει μέσα μου. Sad Days, Lonely Nights. Το μεταφράζω ελέυθερα σε μαύρες μέρες, πίσα νύχτα. Ένας κουβάς bourbon κυλά στο αίμα μου και σκοτώνει το κακό χτικιό μέσα μου. Μαύροι χορέυουν σαν δαιμονισμένοι και το συνεχές boogie εξαγνίζει την μαύρη μου ψυχή.
Το λέει ο στίχος: ο πατέρας μου με προείδοποίησε. Θα έρθουν μαύρες μέρες και μοναχικές νύχτες. Η πένα σκίζει τη χορδή και αυτές ουρλιάζουν το συνεχές και μακρόσυρτο στίχο: Μαύρες μέρες, μαύρες νύχτες. Τί μπορείς να περιμένεις όταν η ζωή σου επιβεβαιώνει το moto από τα T-shirt του Μοναστηρακίου; Same shit, different day. Αναπολείς τις μέρες που όταν έπινες δεν έδινες δεκάρα για το τί επρόκειτο να ακολουθήσει. Έσβηνες καπνούς από Gaulloises στο bourbon. Ξέπλενα το διάλο μέσα μου με λιβάνι και οινόπνευμα.
Το έχεις ακούσει άραγε το τραγούδι; Δεν σου έρχεται να φύγεις κατευθείαν για τον τοίχο; Πως μπορεί ένας μπάρμπας από τον Αμερικανικό Νότο, με μια κορεάτικη κιθάρα, ένα σετ τύμπανα της κακιάς ώρας να μου βάζει φωτιά στα μεσάνυχτα; τραγουδά την πραγματικότητά μου...

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008

Bush, K's Choice, Stone Temple Pilots, et al


Σημάδια του παρελθόντος. Μέσα σε ένα τσίγκινο κουτάκι με συνδιασμό τον αριθμό 14. Ένα νούμερο. Τίποτε άλλο. Μέσα ένας πάκος από χαρτιά, αναμνήσεις μιας εποχής γεμάτης κρεπάλης, αλκοόλ και κάπνας ατελείωτης. Στα ροκόμπαρα των Εξαρχείων και στα συνοικιακά να πίνουμε σαν καμήλες διψασμένες κίτρινα ποτά και να καπνίζουμε τα Marlboro δίχως αύριο. Ή μήπως ήμουν μόνο εγώ αυτός που τα έκανε; Σίγουρα πάντως είχα συνεργούς στο έργο αυτό. Είχα φίλους και κοινούς γνωστούς. Δεν είχα ένα παρελθόν να κλαίω αλλά ένα μέλλον στο οποίο θα είχα όλο τον χρόνο να το αναπολώ. Το θάβεις μέσα σου και είσαι βέβαιος πως έπαψε ναυπάρχει. Έχει περάσει τόσος καιρός από τότε που βγήκα όπως έβγαινα τότε. Έχει περάσει τόσος καιρός από τότε που είχα φίλους και γνωστούς όπως τότε. Τώρα ήρθε ο καιρός που δεν έχω ούτε κοινούς γνωστούς. Και σε αυτούς τους λίγους που επένδυσα ως φίλους για πάντα, είναι οι «καλοί φίλοι» πουδεν χρειάζεται να πάρεις τηλέφωνο για να κρατήσεις επαφή. Είναι οι «θα σε πάρω», οι «το ξέρω χάθηκα, αλλά...». Πάντα πίστευα πως δεν κρατούνται έτσι οι φίλοι, ούτε καν οι γνωστοί.
Μέσα στο κουτί είναι τα αποκόμματα από τις συναυλίες που πήγα: Chuck Berry με τις Βέρμαχτ και τα πουκάμισα χωρίς μανίκια, κόντρα στην ανηφόρα του Λυκαβητού. Blues Brothers καβάλα στο δέντρο πάνω από το θεατράκι για μια τσάμπα θέα στο όνειρο. Rock of Gods, τύφλα στις χημικές τουαλέτες και κλοτσιά στην πόρτα να προλάβω με τα σώβρακα τους Bad Religion. Violent Femmes και πάνω στην τρέλα μου να μοιράζω κουτουλιές στους τριγύρω. Τρύπες στο ΣΕΦ και στο άκουσμα του πρώτου κομματιού να περνάμε από το μέσο του σταδίου στην πρώτη σειρά. Συναυλία Panx Romana να χαίρεσαι για την πρώτη σοβαρή γκόμενα του κολλητού σου. Ξύλινα Σπαθιά στο Ρόδον μετά τον πρώτο τους δίσκο. Rolling Stones στο ΟΑΚΑ και να εύχεσαι να βρισκες καμιά μπύρα, να βλέπεις τον Jagger να μην σταματά και να λες γιατί να το χάνει ο Φ. Δεν βαριέσαι, ήμασταν οι υπόλοιποι εκεί. Τον Sting να παίζει στο γήπεδο της ΑΕΚ το Roxane και να φωνάζω So Lonely γυμνός από τη μεση και πάνω! Προφητικό... Σίγουρα δεν ήταν βαρετά τότε. Όχι όπως σήμερα. Δυο φορές το χρόνο για ένα reunion που μόνο δυο από τους τρείς μάλλον απολαμβάνουν.
Μπορώ να βάλω και το κατάλληλο soundtrack στο κείμενο, όμως το when you got a good friend του Johnson δεν με εμπνέει γιατί δεν μιλάει για αυτά που έχω στο μυαλό μου. Θέλω κάτι πιο 90’s κάτι από τα δικά μου νιάτα. Κάτι που αν το άκουγα στην Τιθόρα, στο Mo Better ή στον Μύλο θα έχανα τον εαυτό μου. Αυτό που μου κάνει κλικ. Αυτό που έκανε το μυαλό μου να ανοίξει το κουτί αυτό. Θέλω το Glycerine των Bush. Θέλω κι ένα πακέτο Gaulloises caporal για να θυμηθώ τα παλιά. Κάτι να πάει κάτω το bourbon γλυκά. Το παξιμάδι στο κονιακάκι σε έναν επικήδειο του παρελθόντος. Δεν ταιριάζει κάτι καλύτερο στην παρούσα. Μακάρι να ξεχνούσα το 14. Όταν βρίσκεις τον συνδιασμό, ανοίγεις πράγματα που δεν θέλεις πάντα να ξαναθυμηθείς αλλά αυτά είναι μιας άλλης ιστορίας μεθύσι. Σήμερα πενθούμε τους φίλους και γνωστούς.

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2008

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2008

Moon tune


Τσαμπιά, χιλιάδες τσαμπιά σταφύλια. Άλλα με φαλάκρα, άλλα πολύχρωμα και όλα ιδρωμένα κρέμονταν από τον βράχο της Ακροπόλεως. Όλοι να δουν την περίφημη πανσέληνο. Στους δρόμους τα φώτα είναι σβηστά. Οι νεκροί δρόμοι του Δεκαπενταύγουστου έγιναν Κηφισίας σε ώρα αιχμής. Χιλιάδες εναπομείναντες Ελληνάρες επιβιβάστηκαν στο χρεωμένο τους αμάξι και ξεκίνησαν να παρκάρουν κάτω ακριβώς από την Ακρόπολη. Κι αν αυτός ο κωλοϋπουργός πολιτισμού είχε φροντίσει, όλοι θα μπορούσαν να παρκάρουν τα αμάξια τους μέσα στον Παρθενώνα. Όταν γίνουν το ΠΑΣΟΚ κι ο Τσίπρας κυβέρνηση όλα θα γίνουν!
Τα φώτα των αυτοκινήτων φωτίζουν τους σκοτεινούς δρόμους σαν λάβα που τρέχει από λυσασμένο ηφαίστειο και στα σκοτεινά δρομάκια που οδηγούν στον Άρειο Πάγο τα φώτα των κινητών φέγγουν με το νεκρό μπλέ φως το πλακόστρωτο δρομάκι. Μπορείς να προχωρήσεις και χωρίς φως αν θέλεις. Ακολουθείς τις κουβέντες του κόσμου, ή τα ιδρωμένα άπλυτα σώματα των Ελλήνων. Το αμάξι πλυμένο, το σώμα ποτέ! Ακολουθώ κι εγώ τα πλήθη, μέρος του πλήθους, πεζός αλλά πλυμένος. Καλαμποκάδες, φυστικάδες, νερουλάδες και μουσικοί να παίζουν «άγρια άλογα» και μάνα γιατί με έκανες αμανέδες όλα μαζί σε ένα ανατολίτικο παζάρι μια άλλης μεσανατολικής χώρας όπου η αναρχία και το παράλογο των ιθαγενών φαντάζει στους τουρίστες ως έντονο τοπικό φολκόρ. Μηχανές αστράφτουν να απαθανατίσουν τον «γραφικό πλανώδιο» με τις μπουκάλες πετρογκάζ που απειλεί να τινάξει το τετράγωνο στον αέρα, καθώς το απειλούμενο επάγγελμα του καλαμποκά δίνει ρέστα από εικοσάευρα ενώ τα άνοστα υπερχρεωμένα του καλαμπόκια βρίσκονται στο πορτ μπαγκάζ του Land Rover του που βρίσκεται παρκαρισμένο πάνω στην Διονυσίου Αεροπαγίτου.
Βρίσκομαι πάνω στον τσιμεντοποιημένο Άρειο Πάγο, ο οποίος μια φορά και εναν καιρό ήθελε ένα ζεύγος αμελέτητα και καλά παπούτσια όχι τόσο να τον ανέβεις, αλλά μάλλον να τον κατέβεις. Στην κορυφή νεοέλλην δίδει οδηγιες σε φίλο για το πως θα βρεθούν. Χρησιμοποιώντας την προσφιλή τακτική «εδώ σφυρί καλεί δρεπάνι» με τα κινητά δίνει ακριβέστατες οδηγίες για το πως θα βρει ο φίλος αυτόν τον μεγάλο βράχο που βρίσκεται δίπλα από τον φυστικά, δίπλα από τα εκδοτήρια εισιτηρίων, που έχει μια πλάκα κολλημένη επάνω, που λέει κάτι περίεργα: εννοεί τον Άρειο Πάγο. Τί σημασία έχει που είμαστε πια τόσο αδαείς; Σημασία έχει η στιγμή. Η ομορφιά της βλακείας να προσπαθείς με compact μηχανή ή ακόμα καλύτερα κινητού, να φωτογραφήσεις την Ακρόπολη από απόσταση, χωρίς φωτισμό, χωρίς τρίποδο, χωρίς διάφραγμα, χωρίς φωτογραφική μηχανή. Μετά ο ένας, να καλεί τον άλλο να συγκρίνει το μέγεθος της βλακείας που φωτογράφησε και να διαγωνιστούν για το έπαθλο του μεγαλύτερου μαλάκα της βραδιάς. Είναι μια στιγμή Mastercard: απλά ανεκτίμητη! Αρχίζω να αναρωτιέμαι τί κάνω εκεί και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι η Πανσέληνος. Βρίσκομαι πάνω στον «βράχο» και θέλω να ουρλιάξω σαν τον λύκο στην πανσέληνο. Κατεβαίνω τα σκαλιά και μου έρχεται να κλάψω. Βλέπω ένα άλλο ζώο να έχει κατεβάσει τα παντελόνια του και πίσω από τη σκάλα να κατουρά τον ιερό βράχο. Δεν ξέρω αν πρέπει να κλάψω ή να τον ξεσκίσω...

Τρίτη 22 Ιουλίου 2008

Loss in action


Κάθεται δίπλα στις γραμμές του τρένου. Ο σταθμός είναι άδειος από τρένα και ο κόσμος περιμένει κρεμασμένος στην άκρη της πλατφόρμας για το δικό του δρομολόγιο. Ποδήλατα, βρωμερά σνακ, φανταχτερά ποτά σε πλαστικές συσκευασίες , βαλίτσες και σακίδια κρεμασμένα σε πλάτες. Κάθε ένας με έναν προορισμό, με κάποιον σκοπό. Μια μέρα πριν την γενική απαγόρευση καπνίσματος και στην πλατφόρα του κεντρικού σταθμού του Άμστερνταμ κάθομαι και περιμένω με την καλή μου δίπλα μου. Κρατά το ροζ τσαντάκι της και ένα μπουκάλι νερό, μου κρατά με το άλλο το χέρι. Περιμένω το τρένο για την Χάγη μετρώντας τα γυρίσματα στους δείκτες του ρολογιού. Ο πίνακας ανακοινώσεων αποτελείται από μικρά ελάσματα που περιστρέφονται. Περιμένω το δικό μου τρένο. Δεν ταξιδεύω συχνά με το τρένο κι όμως ένα τραγούδι έρχεται στο μυαλό: and I followed her to the station… with a suitcase in my hand… Η φωνή του Mick είναι πιο κοντά στο μυαλό μου από αυτή του Robert. Ένα μικρό σύννεφο από καμμένη ganja με αποσπά. Όπου σταθείς και όπου βρεθείς πάντα κάποια μυρωδιά θα σε αποσπάσει στην πόλη αυτή.
Είμαστε στο τρένο. Αντικριστά. Εγώ βλέπω τον προορισμό να πλησιάζει και εκείνη τον σταθμό μας που απομακρύνεται. Βλέπουμε τα αντίθετα πράγματα κι όμως πάντα στην ίδια διαδρομή είμαστε πάντα. Δίπλα μου τρέχουν με τρελή ταχύτητα τεράστιες επίπεδες εκτάσεις κι εγώ ψάχνω τα Ολλανδικά Βουνά των Nits. Ένας τόπος που - όπως κάθε άλλος πέραν του τόπου που ζεις - σε κάνει να σκέφτεσαι τί είναι αυτό που σε κρατά να ζεις στην πατρίδα που νοικιάζεις. Έχω στα ακουστικά τους Misuse και παίζει το loss in action. Θυμάμαι τη συνέντευξή τους για τα τραγούδια τους και εκείνη τη στιγμή γίνεται αυτό ακριβώς που περιέγραφαν. Τα τραγούδια τους έγιναν το soundtrack της διαδρομής μου και οι δικές τους εικόνες ήρθαν κι έντυσαν με βουνά τις επίπεδες εκτάσεις την επαρχιακής Ολλανδίας. Το βιολί ταξιδεύει παράλληλα με τις γραμμές του τρένου που αλλάζουν πορεία σε μια σταθερή τροχιά. Το μπάσο δίνει το ρυθμό καθώς ο τροχός βρίσκει στον αρμό της ράγας και η κιθάρα ορίζει την κορυφογραμμή της σκέψης μου που τώρα σταματά. Δεν μου χρειάζονται στίχοι. Ο νους μου μου λέει μια ιστορία. Την ιστορία της γυναίκας μου που κάθεται απέναντι και μετρά τις στιγμές που αφήνουμε πίσω. Η ιστορία μου μιλά για τις στιγμές που θα ‘ρθουν και οι δυο μαζί παίζουν και πλέκονται σε ένα παιχνίδι. Δυο σύμπαντα παράλληλα. Δεν πρόκειται ποτέ να αγγίξει το ένα το άλλο. Τρέχω προς το τέρμα της διαδρομής και εκείνη κρατιέται μην ξεκινήσει ποτέ. Η αρχή θα σημάνει και το τέλος της διαδρομής. Η απόσταση που διανύουμε μπαίνει ανάμεσα μας μέχρι που τα χέρια μας αγγίζουν το ένα το άλλο. Τα σύμπαντα καταρρέουν και εγώ είμαι πάλι μαζί της.

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2008

TELEGRAPH ROAD


Είναι δίπλα μας.Βρίσκεται ανάμεσά μας. Πολλές φορές είναι και ο ίδιος ο εαυτός μας. Εκδηλώνεται αυθόρμητα ακολουθώντας τις προσταγές της παρόρμησής του. Ο δικός μου βρίσκονταν στο θέατρο του Λυκαβηττού καθισμένος κάθιδρος στα σκαλάκια δίπλα μου, με την υπόλοιπη παρέα του δημοτικού, να δει τη συναυλία του Knopfler. Άτομο! Με τα πολύχρωμα πλαστικά βραχιολάκια περασμένα στον καρπό του, ζώνες και νταν της μαλακίας να επιδεικνύουν περίτρανα το χόμπυ του κατά τις μοναχικές κατά τα άλλα ώρες της ημέρας του. Και κάπου εκεί, στην ακρη του χεριού του, μια ασημένια συσκευή λάμπει περίτρανα. Αγορασμένη με 12 άτοκες δόσεις που θα ξεπληρωθούν με ένα νέο διακοποδάνειο του μπαμπά και το πάγιο πληρωμένο από το χαρτζιλίκια που θα παίρνει για τυρόπιτα και milko κάθε πρωί. Μια συσκευή "ελβετικός σουγιάς" με κάμερα, ανοικτή συνομιλία, φωτογραφική μηχανή, γκαζάκι για καφέ κλπ κλπ
Στην άλλη γωνιά, αντίπαλοί του όλοι αυτοί που πλήρωσαν να δουν και περισσότερο από όλα να ακούσουν μια συναυλία. Κι όμως κυρίες και κύριοι, κανείς δεν τον καταλαβαίνει τον μαλάκα αυτό. Αυτό το πλάσμα έχει επιφορτιστεί με έναν ιερό ρόλο τον οποίο κανείς δεν του απέδωσε. Αυτό όμως είναι το γνώρισμα της ιδιαίτερης αυτής φυλής. Να επιβάλεις την προσφορά σου ακόμα κι αν άλλος δεν την θέλει.
Η βραδιά περνά καλά σε γενικές γραμμές και όλοι είναι εμφανές πως περιμένουν ένα κομμάτι από τους Dire να θυμηθούν τα αμαρτωλά τους νιάτα... Κάθε νότα, κάθε κιθάρα που αλλάζει στα χέρια του και όλοι λένε τώρα θα το παίξει. Ή μάλλον το επόμενο... Ψάχνεις στις νότες να αποκρυπτογραφήσεις μέσα από ένα μικρό παιχνίδισμα της μνήμης και των προσωπικών σου αναμνήσεων να εντοπίσεις το τραγούδι. Θα το πει άραγε όπως στο Money for Nothing; Μήπως πάλι θα είναι βγαλμένο από το Alchemy; Και να! Ακούγεται το πρώτο ακόρντο που σηματοδοτεί το τραγούδι και ακούγεται το χιλιοπαιγμένο sultans of swing.Έχει κάτι από τη δροσιά που προσφέρει η προσμονή. Ίσως κι επειδή το ακούς από τον δημιουργό του. Φέρνεις την ιστορία που περιγράφει στο μυαλό και ζεις αυτό που ένα ροκ τραγούδι σου λέει: για μια μπάντα που παίζει swing και κρεολέζικα. Όμως μέσα στον χαμό των χειροκροτημάτων, μια παραφωνία διαλύει τη μνήμη. «Bravo 1 καλεί Bravo 2. Ακούει ο Bravo?» Ναι, είναι η φωνή του μαλάκα που καλεί τους ομοίους του μέσω του τεχνολογικού θαύματος που κρατά στην κολλώδη από σπέρμα και βλακεία παλάμη του. Αποφάσισε ο Ελληνάρας αυτός να κάνει ζωντανή μετάδοση της συναυλίας στα φιλαράκια που είναι απασχολημένα παίζοντας Nintendo στο σαλόνι της μαμάς. Δυστυχώς όμως ο αλήτης ο Mark τον ενοχλεί και η ένταση της κιθάρας του διακόπτει τη συνομιλία του. Οι χιλιάδες κόσμου που πάλεται στον ήχο των χορδών του δεν υπάρχει. Τίποτα δεν υπάρχει. Μόνο ο Bravo 1 & ο φίλος του 2 που παίζει την παιχνιδοκονσόλα την οποία διακοσμεί το σεμεδάκι της μαμάς .
«Μάντεψε που είμαι κολλητέ! Άκου! Τί; Ναι! Άκου!»
«Μα καλά ακόμα να καταλάβεις;” (μα ρε καραγκιόζη αν δεν ξέρει και το sultans of swing τί τον πήρες; Αν ήθελε να ακούσει δεν θα έπαιρνε εισιτήριο; Δίπλα μου δεν θα ήταν κι αυτός να παίρνετε τηλέφωνο τους υπόλοιπους φίλους σας;) «Τί; ΔΕΝ ΑΚΟΥΩ ΤΙ ΛΕΣΣΣ! Ναι! Sold out η συναυλία»!
Έτσι πέρασε κι αυτός τη βραδιά του. Σαν τον Ιάπωνα τουρίστα. Να ακούει τη συναυλία μέσα από κινητό του κατά τον ίδιο τρόπο που ο Ιάπωνας βλέπει τα αξιοθέατα μέσα από το θάλαμο της φωτογραφικής μηχανής. Όλα είναι μπροστά σου τώρα. Αυτή τη στιγμή. Κι όμς εσύ επιλέγεις να φιλτράρεις τη ζωντανή εμπειρία μέσα από το χαζομηχάνημα. Οι αναμένοι αναπτήρες αντικαταστάθηκαν από τις άψυχες μπλε οθόνες των αναμένων κινητών που βιντεοσκοπούν τη στιγμή και η θάλασσα από φλεγόμενους bic και zippo έσβησε μαζί με τη μνήμη μας. Τώρα πια ένα memory stick υποκαθιστά το ρόλο της μνήμης και το dejavous έκανε delete από τον σκληρό δίσκο της ζωής μας.
Then came the churches then came the schools
Then came the lawyers then came the rules
Then came the trains and the trucks with their loads κι άδειασαν στο δρόμο μας ένα τσούρμο μαλάκες...

ΥΓ1: εσύ που έχεις ζήσει παρόμοιο περιστατικό, μην επιτρέπεις σε τέτοιους φασίστες να σου χαλάνε τη βραδιά.
ΥΓ2: Bravo 1 αν διαβάζεις αυτές τις γραμμές, άντε και γαμήσου! Ευχή σου δίνω...

Σάββατο 10 Μαΐου 2008

Well, I wonder if I’ll ever see my labors, or if they’ll all wash away…


Θα μπορούσε να λέγεται και tangled up in blues (βλέπε Dylan στο blood on the Tracks). Ανάβω τον διακόπτη και φωτίζεται ο τόπος με το κίτρινο φως που αντανακλά στα πλακάκια του μπάνιου. Ο ήλιος δεν έχει ανατείλει αλλά και έτσι να ήταν δεν μπαίνει το φως της μέρας εκεί. Θέλω λίγα δεύτερα μέχρι οι κόρες μου να συνέλθουν από το σοκ. Τριάντα χρόνια τώρα την ίδια φάτσα βλέπω κι όμως δεν περίμενα να φτάσει η μέρα που δεν θα την αναγνωρίσω. Τσακισμένα μάτια και γκρίζες τρίχες να πετάνε ανάμεσα στα άλλοτε γεμάτα λίγδα από το ζελέ μαλλιά μου. Δεν είναι απο ξενύχτι σε μπαρ, είναι από το καθημερινό 8-ωρο που εργοδοτική αδεία μετατρέπεται καθημερινά σε 12-ωρο. Επέρασα νικηφόρα από τη γενιά των 700 ευρώ για να μπορώ να λέω στο ξένο αυτό πρόσωπο στον καθρέφτη πως ανήκει στην ελίτ των λίγο κάτω από τα 1500. Για ενάμισο κωλοχιλιάρικο καλημερίζω κάθε πρωί τον μαλάκα στον καθρέφτη και ονειρεύομαι τα ρέστα από το τέλος του μήνα για να πω πως έκανα κάτι.
Δυο άνθρωποι περπατούν στην ίδια γειτονιά που ζούσαν μαζί μια ολόκληρη ζωή και όμως δεν συναντιούνται ποτέ. Διασχίζουν τον ίδιο δρόμο ο καθένας από την αντίπερα όχθη. Περπατούν γύρω από την πλατεία των παιδικών τους χρόνων από αντιδιαμετρικά σημεία. Ο ένας κοιτά μέσα και βλέπει τα παιδιά να παίζουν και βλέπει τον εαυτό του στην ηλικία αυτή, να παίζει με τα άλλα παιδιά και αναπολεί. Ο άλλος όμως δεν έφυγε ποτέ από την πλατεία. Το κουβαδάκι του έμεινε εκεί. Τα αμάξια περνουν με δυνατή μουσική υπόκρουση τραγούδια από τα νιάτα μου και εγώ κλείνω το τζάμι του δικού μου οδηγώντας προς το 12-ωρο μαρτύριο που με περιμένει.

Πέμπτη 24 Απριλίου 2008

Μίλια μακρυά...


Η νύχτα φεύγει, ενα wild turkey με πάγο και φέτα πορτοκαλι έρχεται. Πέμπτη Μεγάλη και διάθεση μικρή. Τρέχω σαν μανιακός στη Σπύρου Λούη να φύγω όσο πιο μακρυά γίνεται από απο τη δουλεία. Πέντε μέρες κάτεργο και 2 να ζήσεις όσα δεν κατάφερες μια ζωή. .. Ευκαιρία η αυριανή αργία να κάν κάτι παραπάνω. Ο ήλιος έδυσε και είναι η ώρα που κάνει και τα σκατά να φαντάζουν όμορφα. Τέσσερεις μέρες μπροστά μου και ο Rory που ξέθαψα στη cd-ιέρα βαράει τη λιωμένη Stratocaster. Οδηγώ μεθυσμένος και το μωβ χρώμα του ήλιου που έδυσε πένθυμα θολώνει τον ορίζοντα. Στα δεξιά το στάδιο μεταμορφώνεται σε ορεινό όγκο καθώς η μάζα από τα σίδερα λιώνει και από μέσα του αναδύεται καυτή η ανάσα μου να ουρλιάζει του στοίχους του Gallagher. Οι κάμερες κυκλοφορίας καθισμένες πάνω στους στήλους με παρακολουθούν καρτερικά σαν γύπες που περιμένουν το θύμα τους. Το φως που σβήνει τους δίνει σκιές και τους ζωντανεύει στα μάτια μου. Άραγε πόσες φορές άφησες τη φαντασία σου να καλπάσει έτσι μέσα στα πεζά τσιμεντένια φράγματα της πόλης; Rory με ακούς; σε πλησιάζω κι όμως είμαι ένα εκατομμύριο χιλιόμετρα μακρυά σου. Πρίν πέσει το κομμάτι ήμουν μια ζωή και ένα φανάρι μακρυά σου. Οι αποστάσεις μικραίνουν αρκεί να κάνεις το βήμα.
Έχω πάρει φωτιά. Άγριος σαν τη γαλοπούλα μου, με νοθευμένη αμόλυβδη τρέχω να φτάσω σε εκείνη. Με περιμένει στο σπίτι, στα ατελείωτα βράδυα μακρυά της όταν κοιμάμαι δίπλα της και όμως ένα εκατομμύριο μίλια μακρυά της. Της κρατώ το χέρι και είμαστε τόσο μακρυά. Είναι δίπλα μου τώρα κι όμως ταξιδεύει μίλια μακρυά μου, μέσα στα όνειρά της. Κι όμως είναι καλά. Γιατί ξέρω πως μολονότι δεν μου ανοίκει τίποτα μπορώ να διεκδικώ το χαμόγελό της κάθε φορά που την κοιτώ.
Το κείμενο μου δεν βγάζει νόημα για τους σώφρονες. Το έχω κρύψει καλά και όμως είναι μπροστά σου. Λίγο Wild Turkey, κάτι φέτες πορτοκάλι, παγος, και το κομμάτι που ακούω και με έχει βάλει σε αυτό το τριπάκι χρειάζεται.

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2008

Bright Lights Big City


Σε όλων μας τα χέρια έχει κάποτε πέσει φοβερή «επιστημονική μελέτη» lifestyle περιοδικού με λίστες σχετικά με το πως πρέπει να ζεις, τί πρέπει να αρέσει σε άτομα της τάξης σου και φυσικά γιατί πρέπει να αγαπήσεις κάτι που δεν σε εμπνέει πάντα. Κάτι τέτοιο είναι και η λίστα στην οποία αναφέρομαι. Δεν μου αρέσει το lifestyle, δεν γουστάρω να είμαι στη σειρά Σάββατο βράδυ περιμένοντας πότε ο άχρηστος ο πορτιέρης θα εκτιμήσει οτι είναι ώρα και για μένα να διασκεδάσω. Αυτό που μισώ ποιό πολύ είναι τα φλογερά άρθρα που αναφέρονται στους λόγους που πρέπει να αγαπώ την πόλη αυτή. Αυτή την πόλη την μισώ και πιο πολύ μισώ τους ανθρώπους αυτούς που αντί να παρακινούν τον κόσμο να την αλλάξει, τον «ψήνουν» γα το πόσο όμορφη είναι η σκατίλα υπό το ημίφως του ηλιοβασιλέματος στην Πλάκα, με τον καφέ στα 5 ευρώ και τον κάθε άθλιο να θωπεύει τα οπίσθιά σου γιατί σώνει και καλά πρέπει κι εσύ να ζήσεις το μύθο σου στην πόλη αυτή, που πέθανε μαζί με τον κόσμο που θέλουν να μας πείσουν πως ακόμα κατοικεί στις συνοικίες της Αθήνας των ελληνικών ταινιών του 1960. Για τον λόγο αυτό αποφάσισα κι εγώ να φτιάξω μιαν άλλη λίστα. Η λίστα μέσα από τα μάτια του μισάνθρωπου που δεν ψάχνει να φύγει από αυτή την κωλόπολη. Αυτή θα ήταν η εύκολη λύση και αυτό που θα έλεγε ο κάθε ελαφρόμυαλος: άμα δεν σ’αρέσει γιατί δεν φεύγεις; Μένω γιατί νιώθω πως κάτι πρέπει να κάνω για να αλλάξει αυτη η αηδία. Δεν εγκαταλείπω ρε μαλάκα! Να φύγεις εσύ και φρόντισε να πάρεις μαζί σου και όλα τα φιλαράκια σου. Θα τα γνωρίζεις από το αποχαυνωμένο βλέμμα και τη λοβοτομή με τις ευλογίες του STAR. Αυτή είναι η αντιλίστα μου. Οι λόγοι που μισώ την πόλη αυτή. Αναγνωρίζεις μήπως κάτι δικό σου σε αυτή; Αν ναι, τότε τί κανεις;
ΨΕΜΑ: Λατρεύω την πόλη αυτή για τις ευκαιρίες που μου δίνει να χάνομαι στα όμορφα δρομάκια της. Ακολουθεί μερική απαρίθμηση κλασσικών δρόμων της Πλάκας, cult café και «δήθεν» σημεία συνάντησης.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΜΟΥ: ‘Οταν θέλω να χαθώ, ονειρεύομαι. Κι όταν ονειρεύοαι φαντάζομαι τον εαυτό μου σε μέρη μαγικά και όχι εφιαλτικά. Στον υπερσιβηρικό να φεύγω από τη Μόσχα σε ένα ταξίδι αναζήτησης μέχρι το Βλαδιβοστόκ. Στα dykes του Άμστερνταμ και στο μαγαζάκι του Soren δίπλα στην όχθη, κατι μέτρα από το δικό τους παζάρι στο Waterlooplein. Καθόμαστε έξω, πίνουμε καφέ και μιλάμε για την εξέλιξη των Blues με μια resonator αγκαλιά. Πες μου ένα μέρος στην Αθήνα που μπορείς να το κάνεις αυτό. Πες μου ποιός θα σταματήσει να μιλήσει μαζί σου και ποιός ξέρει τί είναι resonator. Πως μπορεί στην πόλη αυτή να μην έχω ούτε έναν φίλο και να ξέρω άτομα σε άλλα μέρη του κόσμου που τα επισκέφτηκα σε μια σύντομη διαδρομή; Είναι γιατί αυτή η πόλη είναι αδιάφορη, όπως και το βλέμμα του κόσμου. Περπατούσα στο Βερολίνο και με σταμάτησε μια γριά γυναίκα για να μου πει πως αν θέλω βοήθεια να πάω κάπου μπορεί να μου την προσφέρει αρκεί να καταλαβαίνω Γερμανικά μιας και δεν μιλά καθόλου Αγγλικά. Πότε σταμάτησες εσύ χωρίς λόγο να προσφέρεις βοήθεια σε έναν ξένο; Πώς μπορεί να ξεφύγεις ευχάριστα σε έναν μπαρουτοκαπνισμένο τοίχο σκεπασμένο με άναρθρα graffiti νέων που δεν έχουν μάθει ακόμα να μιλάνε; Από πότε είναι τέχνη να βάζεις μια άθλια υπογραφή σε έναν μίζερο τοίχο; Θυμάμαι τους διοικητές μου στον στρατό όταν βγάζανε στην αναφορά κανένα ταλαίπωρο που έγραφε το όνομά του στους ασβεστομένους τοίχους της σκοπιάς: Νώντας, 246 ΕΣΣΟ, Αριδαία. Ή ο διοικητής ήταν μαλάκας ή η τέχνη έκανε μεγάλα βήματα προς τα πίσω για να φτάσει να θεωρείται τέχνη η απομίμιση του gangster lifestyle σε μια χώρα που τα φαρδυά παντελόνια τα φόραγε ο Καΐλας όταν λουστράριζε παπούτσια στη Σταδίου. Μια Πλάκα μας έμεινε την οποία επισκεπτόμαστε κι εμείς με τους τουρίστες. Τουρίστες μέσα στην ίδια μας την πόλη, να μας πιάνουν τον κώλο ο όμοιοι μας και εμείς να ψάχνουμε την ευκαιρία μας να κάνουμε το ίδιο στον συνάνθρωπό μας. Μισώ την πόλη αυτή και ό,τι άλλο αντιπροσωπεύει, γιατί χάσαμε το δικαίωμα να ζούμε σε αυτή σαν άνθρωποι από τη στιγμή που νομίσαμε πως μας ανήκει.
ΨΕΜΑ: Μ΄αρέσει η πόλη αυτή για το πολυπληθυσμικό ψηφιδωτό της και την πολιτιστική ανταλλαγή ιδεών με τις μεινότητες που διαμένουν στις όμορφες συνοικίες.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΜΟΥ: Η πόλη έγινε ένα απέραντο γκέτο. Το γκέτο των ντόπιων με το γκέτο των αλλοδαπών που παλεύουν για τους τίτλους κυριότητας μιας πιθαμής ασφάλτου που βρωμά και ζέχνει. Ενός τόπου που δεν σε ήθελε ποτέ και προσπαθεί να σε λιώσει από τη μέρα που γεννήθηκες. Οι αλλοδαποί δεν είναι σε θέση να προσφέρουν τίποτα περισσότερο από τα προϊόντα που πουλούν λαθραία στους δρόμους πυκνής κυκλοφορίας. Δεν μειονεκτούν έναντι κάποιου. Απλά πεινάνε. Όταν δεν έχεις λύσει το βιοποριστικό σου πώς θα παράγεις τέχνη; Πώς θα ανθίσει η σκέψη όταν σε κυνηγάνε οι υποχρεώσεις, η πείνα και η αναζήτηση στέγης; Ο πολιτισμός είναι για αυτούς που τον ορίζουν και τον αντιλαμβάνεσαι μόνο όταν έχεις λύσει άλλα προβλήματα. Το ίδιο ισχύει και για του ημεδαπούς. Ο Έλληνας πείνασε, μετά χόρτασε και τέλος τα ξεπούλησε όλα για ένα επιδόρπιο στο εξοχικό, δίπλα στην αμαξάρα. Και για αυτά πούλησε την ελεύθερη σκέψη, τα ιδανικά του και μαζί με το εξοχικό και το αμάξι, υποθήκευσε και το μέλλον των παιδιών του. Δεν υπάρχει πολιτισμός, ούτε κουλτούρα. Χρώματιστές κορδέλες στις παγιέτες του Κωστέτσου και άλλων κύναιδων και φιλήδονων ξωτικών που περιφέρονται σαν κωλοφωτιές στη νύχτα της Αθήνας. Σε άρθρο της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας διαβάζουμε (όσοι ακόμα το θυμούνται) πως έχει μετατραπεί η Γερανίου σε στέκι εμπορίας ναρκωτικών. Οι μαύροι, άσπροι, κίτρινοι, ΟΛΟΙ πουλούν και χρησιμοποιούν. Εκεί είναι το πολιτισμικό παζάρι και όλοι μιλούν την ίδια γλώσσα. Όλοι καταλαβαίνουν και όλοι μαζί «ξεφεύγουν» μέσα από την πραγματικότητά τους. Γιατί όταν ζεις μέσα στην κόλαση αυτή, τότε ακόμα και στη μέση ενός βρωμερού και άθλιου δρόμου θέλεις να βρεθείς κάπου αλλού. Θέλεις κι εσύ ένα εισιτήριο για τον υπερσιβηρικό. Όλοι έχουν δικαίωμα στο όνειρο. Μάλλον κι αυτός που έγραφε για τις «ομορφιές» αυτές, κάπου εκεί ταξιδεύει για να βγει από τη δική του μιζέρια. Πάρε κι εσύ μια τσάντα από τον μαύρο. Είναι φτιαμένη με τον ιδρώτα ενός μικρού κίτρινου παιδιού που λιώνει σε μια βιοτεχνία στην Άπω Ανατολή κάτω από το βλέμμα ένος λευκού που μετρά τα κέρδη με τη σέσουλα. Μάλλον κάπως έτσι μετράται ο πολιτισμός. Κάπως έτσι συσφίγγονται οι δεσμοί μεταξύ των λαών. Φταις εσύ που αγόρασες την τσάντα και άρα συντηρείς το πρόβλημα. Φταίει το σύστημα που δεν σου επιτρέπει να αγοράσεις μια γνήσια Gucci. Φταίει η παιδεία σου που δεν μπορεί να σε κάνει να δεις πως δεν χρειάζεσαι μια Gucci. Φταίει ο μεγάλος αδερφός. Όχι φταίει η παγκόσμια οικονομία. Φταίει όμως και η μη εφαρμογή των νόμων. ΕΣΥ ΚΙ ΕΓΩ ρε μαλάκα πότε θα φταίμε; Εγώ δεν ψηφίζω; Εγώ δεν έχω γνώμη; Εμένα δεν μου έμαθε ο πατέρας μου να μην αδικώ τους συνανθρώπους μου;
ΨΕΜΑ: Λατρεύω τις μικρές οάσεις /café που ξεπηδούν σε κάθε γειτονιά γεμάτα άποψη και ζεστή ατμόσφαιρα για τους θαμώνες του.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΜΟΥ: Τότε γιατί εξαφανίζονται τόσο γρήγορα όσο ξεπηδούν; Ποιά ατμόσφαιρα κάνει τον καφέ να ανέβει στα 5 ευρώ και τον πελάτη τόσο μαλάκα όσο να τον αγοράζει συνέχεια; Σαν τις ρέγκες, να καπνίζονται μέσα σε μια απαίσα ατμόσφαιρα από άναρθρα beat και ξανασερβιρισμένα dog songs με λίγη από lifestyle κάθονται και μετρούν τις ώρες να περνούν ανούσια, κοιτώντας τον διπλανό και σκεπτόμενοι το αβυσσαλέο ντεκολτέ της γκαρσόνας που εκδίδεται σερβίροντας μισόγυμνη τον καφέ για να μπορεί να έχει να δουλέψει και αύριο. Πού είναι τα καφέ του Παρισίου δίπλα στην όχθη του Σικουάνα με τη μουσική του Django να συνοδεύει τον ζεστό latte με τη μυρωδιά από Gaulloise σαν λιβάνι να ποτίζει την ατμόσφαιρα; Εδώ είναι Ελλάδα. Ε, και; Πού είναι λοιπόν τα αγιόκλιμα, ο ελληνικός με ολίγη; Πού είναι η rexona να σκοτώσει τη μασχαλίλα του γκαρσονιού; Και μιας και το ‘φερε η κουβέντα υπάρχει rexona για την αγένεια, την κλεψιά και την πιασοκωλιά;
ΨΕΜΑ: Αυτή η φοβερή πόλη στην οποία ανθεί ο πολιτισμός στις γκαλερύ και τα πάρτυ των κουλτουριάρηδων...
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΜΟΥ: Ποιός πολιτισμός υπάρχει όταν γινόμαστε διαρκώς μάρτυρες της αμορφωσιάς του Έλληνα από τον προφορικό του λόγο, την πλήρη άγνοια της ιστορίας του, της γεωγραφίας του και της ιστορικής του πορείας και ευθύνης ως κάτοικος του μάταιου τούτου κόσμου; Η τέχνη ομορφαίνει τον κόσμο. Τί αντίληψη μπορεί να έχουμε περί ομορφιάς όταν ζούμε μέσα στα σκατά και μας αρέσει; Όταν πληρώνουμε φυλλάδες για να μάθουμε τον λογο που μας αρέσει αυτή η κατάντια; Η τέχνη ξυπνά τον άνθρωπο και εμείς κοιμόμαστε γιατί έχουμε παραιτηθεί πριν ακόμα γεννηθούμε. Παραιτήθηκαν οι δικοί μας και εμείς γεννηθήκαμε κοιμισμένοι επιθυμώντας να γυρίσουμε πίσω στην εμβρυακή μας μακαριώτητα.
ΨΕΜΑ: Η πόλη αυτή είναι ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται και μεγαλώνει
Η ΑΛΗΘΕΙΑ: Η πόλη αυτή είναι νεκρή όπως και ο κόσμος που ζει σε αυτή.
Προτιμώ να συνειδητοποιήσω αυτό που δεν υπάρχει προκειμένου να κάνω κάτι ώστε να αλλάξει η κατάσταση. Όσο κοιμάμαι αγκαλιά με τις φυλλάδες τόσο θα απομακρύνεται η προοπτική αυτή.

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Buried alive in the blues (the leaping fish) ;)


Μεγαλώνοντας, έρχονται στιγμές στην ζωή μας που αναζητουμε κάτι προκειμένου να μας συνδέσει με κάτι από τη νεότερη ηλικία μας. Είναι η κλωστή αυτή που αν την ακολουθήσει ο νους σου, θα σε ταξιδέψει πίσω στο χρόνο. Όποιον και να ρωτήσεις, δύσκολα θα βρεις κάποιον που να θέλει να ταξιδέψει στο μέλλον περισσότερο από οσο θέλει να γυρίσει πίσω στον χρόνο. Είναι το καταφύγιο όπου με τα μυαλά του τώρα και τη νιότη του τότε μπορείς να κάνεις παπάδες. Έχω πάντα δεμένη μια μικρή κόκκινη κλωστή στο χέρι μου και αισθάνομαι τυχερός γιατί μπορώ να κάνω τα ταξίδια αυτά κάθε φορά που πιάνω μια κιθάρα στα χέρια μου.
Αγόρασα την πρώτη μου με χαρτζιλίκι της μάνας μου, χωρίς να ξέρω να παίζω ούτε μια νότα. Ήταν το 1990 ή κάπου τότε. Έχουν περάσει δεκαοκτώ χρόνια έκτοτε και όμως νοιώθω πως πέρασαν άλλα τόσα. Ήταν μια φτηνή και χοντροφτιαγμένη κλασσική κιθάρα που πήρα για 12000 δραχμές συμπληρώνοντας το χαρτζιλίκι της μάνας. Ακόμα την κρατάω αν και ταλαιπωρημένη γιατί στα τάστα της ονειρεύτηκα για πρώτη φορά τη μουσική που θα έπαιζα εγώ. Όταν χάνω τον εαυτό μου η ανάμνησή της με συνεφέρει και αυτό το συναίσθημα βγαίνει πλέον κάθε φορά που πιάνω μια κιθάρα. Το σώμα τους δροσερό και απαλό, ζεσταίνει γρήγορα μόλις τις πάρεις στην αγκαλιά σου. Οι καμπύλες τους μοιραίες ταιριάζουν απόλυτα στον σωματότυπό σου. Σε κάθε σόλο που παίζεις πάνω τους μία μία οι χορδές αργοπεθαίνουν. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη θυσία για κάτι που αγαπάς.

Προσφάτως σε μια βραδιά στο Κύτταρο έκανα ένα άλμα στο χρόνο και είδα τον εαυτό μου όπως θα ήθελα να είναι μερικές δεκαετίες αργότερα, στα μάτια του Νικ Γκραβενίτη. Τί κι αν έβγαλε τη συναυλία καθιστός; Εβδομήντα χρόνων έπαιζε για 4 ώρες! Δεν ξέρω πως συνέβη αυτό, αλλά βρισκόμουν στην όλη φάση Bloomfield, Buttefield Blues Band, Quicksilver Messenger και βέβαια Νick Gravenites ελπίζοντας να μπορέσω να ακούσω Live το Moon Tune του My Labors μια φορά. Εντάξει, δεν ακούστηκε, αλλά ευτύχησα να ακούσω το Buried Alive in the Blues. Ήμουν εκεί, μέσα στα blues και ένιωσα τα ρίγη καθώς η φωνή του αναλοίωτη διέσχιζε την αίθουσα. Κόσμος έγραψε για την τεχνική αρτιότητά του, τον μουσικό εξοπλισμό αυτού και του κιθαρίστα του. Τί σημασία έχουν όλα αυτά όταν βρίσκεσαι μπροστά σε έναν ζωντανό θρύλο... Από πότε κρίνεται κάποιος για τον μουσικό του εξοπλισμό (φτηνός ή ακριβός); Διαλέγω αυτά που διαλέγω για μένα γιατί με κάνουν να γυρίζω πίσω σε αυτό που δεν κατάφερα να γίνω. Μπορεί να λατρέψω μια ασήμαντη κιθάρα όπως μια επώνυμη και αυτό για τους δικούς μου λόγους. Είμαι βέβαιος πως αυτοί που διάλεξαν για τον εαυτό τους (και όχι άλλοι γι αυτούς) έχουν τους λόγους τους.

Είμαι ευχαριστημένος που η αγαπημένη μου stratocaster έχει πλέον το όνομα του Νικ κρυμένο καλά πίσω από το backplate. Δεν είναι αυτόγραφο, είναι μια στιγμή μοναδική που αποτύπωσα πάνω σε κάτι που λατρεύω πραγματικά. Μια "μπλε" καρδιά μέσα στο γλυκό σώμα μιας από τις ωραιότερες "γυναίκες" που φαντασιώθηκε ποτέ κανείς.

Ποτέ μην υποτιμάς τη δύναμη των γραπτών...

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2008

CORTEZ... CORTEZ....


Τί φοβερό συναίσθημα είναι αυτό τελικά; Να βρίσκεσαι βυθισμένος στο τέλμα της ρουτίνας και να απέχεις από τους ρυθμούς που τρέχει όλη η πόλη το Σαββατόβραδο... Εκεί,, κάτι μετά τις 12 τα ξημερώματα, με τις πυτζάμες ψάχνοντας τα ίχνη της νιότης σου μέσα από τη φωτεινή οθόνη ενός υπολογιστή. Όλα αλλάζουν και εμείς να ψάχνουμε να βρούμε την πρότινη μας νιότη μέσα απο τα déjà vous και ερεθίσματα που δεν βρίσκονται στα κουτιά με τις παλαιές φωτογραφίες, αλλά στο Youtube. Είναι τα Blues της Παρασκευής. Για άλλη μια φορά είστε συντονισμένοι στα ίχνη της μνήμης μου. Οι συνειρμοί μου μπλέκουν στις μελωδίες του τραγουδιού του Neil Young. Cortez The Killer από το θρυλικό και καταφρονημένο Zuma. Τί και αν το τραγούδι μνημονεύει τις σφαγές και τα κρίματα του Cortez; Σε εμάς τους Έλληνες λίγο μετρά ο στίχος όταν έρχεται η ώρα για ένα κομμάτι σαν αυτό. Δεν το ακοώ όμως από τον Neil Young. Είναι μια καταπληκτική διασκευή από τον Dave Matthews και τον Warren Haynes. Παίζουν ζωντανά το κομμάτι μπροστά σε ένα πλήθος που παραληρεί καθώς σε ένα πάρκο. Οι μελωδίες ξεχύνονται από την Les Paul και ο αέρας σκορπά τον ιδρώτα και τις φωνές σε ένα ενεργειακό συνονθύλευμα. Είναι η ώρα που θέλεις να γίνεις αυτά που ήθελες πάντα πιτσιρικάς. Δεν είσαι ο δημόσιος υπάλληλος, ο πατέρας, ο καραγκιόζης. Παίζεις εσύ εκεί και το πλήθος ουρλιάζει καθώς βρίσκεσαι στην καλύτερη στιγμή της ζωής σου.

Hate was just a legend and war was never known… σε μια εποχή που για σένα ήταν όλα πολύ απλά. Πότε το άκουσες το κομμάτι πρώτη φορά; Σε ένα πάρτυ στο σχολείο; στις διακοπές σου φευγαλέα καθώς περνούσες έξω από το ροκόμπαρο της περιοχής; έχει τόση σημασία; Έχεις κάνει μια βουτιά στο χρόνο, στην καλύτερη στιγμή της ζωής σου που δεν θα γυρίσει ποτέ πια πίσω. Βλέπω τον Haynes να διηγείται με τα ατελείωτα σόλα την ιστορία και από κάτω το χαμόγελο μιας άγνωστης. Για εκείνη, η στιγμή αυτή που λέμε είναι εκεί. Τότε. Ο φακός την έσωσε από τον χρόνο και ίσως εκείνη να μην είναι ποτέ πια η ίδια, όμως πάντα θα θυμάται τα ρίγη που της έφερε αυτό το ατελείωτο μινόρε και πάντα θα με βοηθά να φέρω στο δικό μου μυαλό τα ρίγη της δικης μου ανάμνησης.
Ποιά άλλη εμπειρία μπορεί να σε ταξιδέψει στα μέρη της μνήμης αυτής; Το σόλο δεν σταματά. Ο ιδρώτας τρέχει και τα δάχτυλα σφίγγουν την φαγωμένη ταστιέρα. Η πένα έλιωσε και τα τάστα υπομένουν καρτερικά τις κραυγές που ξερνά η λυχνία του ενισχυτή καθώς ζορίζεται. Θέλω ο χρόνος να μείνει στην νότα εκείνη, στο χαμόγελο αυτό και το ρίγος να διαπερνά το σώμα μου καθώς το αεράκι που περνά μέσα από τα μαλλιά της έρχεται και χαιδεύει το πρόσωπό μου.
Καλοκαίρι, αρχές ‘90 και τα μηχανάκια τρέχουν στην πίσω ρόδα. Τα τσιγάρα στην κωλότσεπη και οι γυναίκες είναι όλες όμορφες με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο.
Ο χρόνος όλα τα θάβει...