Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2008

CORTEZ... CORTEZ....


Τί φοβερό συναίσθημα είναι αυτό τελικά; Να βρίσκεσαι βυθισμένος στο τέλμα της ρουτίνας και να απέχεις από τους ρυθμούς που τρέχει όλη η πόλη το Σαββατόβραδο... Εκεί,, κάτι μετά τις 12 τα ξημερώματα, με τις πυτζάμες ψάχνοντας τα ίχνη της νιότης σου μέσα από τη φωτεινή οθόνη ενός υπολογιστή. Όλα αλλάζουν και εμείς να ψάχνουμε να βρούμε την πρότινη μας νιότη μέσα απο τα déjà vous και ερεθίσματα που δεν βρίσκονται στα κουτιά με τις παλαιές φωτογραφίες, αλλά στο Youtube. Είναι τα Blues της Παρασκευής. Για άλλη μια φορά είστε συντονισμένοι στα ίχνη της μνήμης μου. Οι συνειρμοί μου μπλέκουν στις μελωδίες του τραγουδιού του Neil Young. Cortez The Killer από το θρυλικό και καταφρονημένο Zuma. Τί και αν το τραγούδι μνημονεύει τις σφαγές και τα κρίματα του Cortez; Σε εμάς τους Έλληνες λίγο μετρά ο στίχος όταν έρχεται η ώρα για ένα κομμάτι σαν αυτό. Δεν το ακοώ όμως από τον Neil Young. Είναι μια καταπληκτική διασκευή από τον Dave Matthews και τον Warren Haynes. Παίζουν ζωντανά το κομμάτι μπροστά σε ένα πλήθος που παραληρεί καθώς σε ένα πάρκο. Οι μελωδίες ξεχύνονται από την Les Paul και ο αέρας σκορπά τον ιδρώτα και τις φωνές σε ένα ενεργειακό συνονθύλευμα. Είναι η ώρα που θέλεις να γίνεις αυτά που ήθελες πάντα πιτσιρικάς. Δεν είσαι ο δημόσιος υπάλληλος, ο πατέρας, ο καραγκιόζης. Παίζεις εσύ εκεί και το πλήθος ουρλιάζει καθώς βρίσκεσαι στην καλύτερη στιγμή της ζωής σου.

Hate was just a legend and war was never known… σε μια εποχή που για σένα ήταν όλα πολύ απλά. Πότε το άκουσες το κομμάτι πρώτη φορά; Σε ένα πάρτυ στο σχολείο; στις διακοπές σου φευγαλέα καθώς περνούσες έξω από το ροκόμπαρο της περιοχής; έχει τόση σημασία; Έχεις κάνει μια βουτιά στο χρόνο, στην καλύτερη στιγμή της ζωής σου που δεν θα γυρίσει ποτέ πια πίσω. Βλέπω τον Haynes να διηγείται με τα ατελείωτα σόλα την ιστορία και από κάτω το χαμόγελο μιας άγνωστης. Για εκείνη, η στιγμή αυτή που λέμε είναι εκεί. Τότε. Ο φακός την έσωσε από τον χρόνο και ίσως εκείνη να μην είναι ποτέ πια η ίδια, όμως πάντα θα θυμάται τα ρίγη που της έφερε αυτό το ατελείωτο μινόρε και πάντα θα με βοηθά να φέρω στο δικό μου μυαλό τα ρίγη της δικης μου ανάμνησης.
Ποιά άλλη εμπειρία μπορεί να σε ταξιδέψει στα μέρη της μνήμης αυτής; Το σόλο δεν σταματά. Ο ιδρώτας τρέχει και τα δάχτυλα σφίγγουν την φαγωμένη ταστιέρα. Η πένα έλιωσε και τα τάστα υπομένουν καρτερικά τις κραυγές που ξερνά η λυχνία του ενισχυτή καθώς ζορίζεται. Θέλω ο χρόνος να μείνει στην νότα εκείνη, στο χαμόγελο αυτό και το ρίγος να διαπερνά το σώμα μου καθώς το αεράκι που περνά μέσα από τα μαλλιά της έρχεται και χαιδεύει το πρόσωπό μου.
Καλοκαίρι, αρχές ‘90 και τα μηχανάκια τρέχουν στην πίσω ρόδα. Τα τσιγάρα στην κωλότσεπη και οι γυναίκες είναι όλες όμορφες με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο.
Ο χρόνος όλα τα θάβει...