Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2007

PARISIENNE WALKWAYS


Η ώρα είναι περασμένη και πως μου ήρθε, άρχισα να ψάχνω στο youtube για το Parisienne Walkways του Garry Moore. Πραγματικά τον απεχθάνομαι τον τύπο. Αυτό το υπερφύαλο παίξιμό του και η δήθεν εμμονή και προσκόλληση στα blues όταν ο ίδιος προ μηνών παραδέχτηκε πως δεν είχε ακούσει τον Robert Johnson ούτε ξώφαλτσα. Ο Albert King μαζί με όλους τους εν ζωή μπλουζίστες που παίξαν μαζί του για τα προς το ζειν τις περιόδους που ο Moore μεσουρανούσε, έσπαγε πλάκα μαζί του λέγοντας σε όλους ευθαρσώς πως ποτέ του δεν θα γίνει ένας πραγματικός μπλουζίστας γιατί προσπαθεί πολύ. Το blues είναι αυτό που βγάζεις στο κομμάτι χωρίς απαραίτητα να είσαι ένας δεξιοτέχνης στο όργανο που παίζεις. Έχει να κάνει με την κατάθεση ψυχής ή όπως ο BB λέει: paying your dues...

Το τραγούδι μιλάει για την ανάμνηση του Παρισιού το 1949, τα Ιλίσσια Πεδία, το St. Michel, το κρασί και το άρωμα μιας γυναίκας που ήταν δική σου κάποτε. Αν έχεις βρεθεί στο Παρίσι, όλα είναι εκεί. Μπορεί να μην ήταν καλοκαίρι, οι φωτογραφίες είναι όμως εκεί, να σου θυμήζουν πως ήταν και όντως οι δρόμοι του Παρισιού είναι μια έντονη ανάμνηση. Πλακόστρωτοι όπως θέλω να θυμάμαι, να ακολουθούν την κοίτη του Σικουάνα και τα bateau γεμάτα τουρίστες. Από το σαλόνι του σπιτιού ένα βροχερό βράδυ παρέα στην τηλεόραση είναι μια χαρά ανάμνηση! Τί τρομερή ειρωνεία με κάνει όμως να γράψω το κομμάτι αυτό. Η τηλεόραση παίζει πλάνα των άστεγων στους δρόμους της Αργεντινής του σήμερα, που ζεί στην αίγλη του χτες.

Ένα ακόμα κομμάτι που λειτουργούσε συνειρμικά ανετράπη υπό τις εικόνες του άστεγου που ψάχνει για στοίβες χαρτιών που θα ανακυκλώσει για να ζήσει. Τα blues του τότε έχουν τους δικούς τους hobos σήμερα. Και τα soundtrack των γυμνασιακών χρόνων μας, τα blues όπως τα λέγαμε τότε, τραγουδάκια για να πιάνουμε κώλους στα πάρτυ, ξαφνικά παίρνουν άλλο νόημα. Γίνονται άθελά τους το sountrack σε ένα τσούρμο ταλαίπωρους που μαζέυουν σκουπίδια δίπλα σε μια σημαία με τον Τσε, σουβενίρ προς πώληση σε τουρίστες.

Τί κι αν δεν είναι Παρίσι το '49 στα Ιλίσσια Πεδία; Το St. Michel έχει πνιγεί από Ελληνικά σουβλατζίδικα με αρχαιοελληνικά ονόματα (γύρος του Αγαμέμνωνα και του Μινόταυρου). Το άρωμα της γυναίκα είναι εκεί. Την πήρες, την έκανες δική σου και κάθε πρωί ξυπνά δίπλα σου. Όμως, χωρίς να το θέλει, αυτός ο ατάλαντος μουσικός, κατάλοιπο της δεκαετίας του '80 έρμηνευσε ένα υπέροχο κομμάτι στο youtube και με ξεκόλλησε από το τέλμα που βρισκόμουν. Ένα τραγούδι, που αν δεν έβλεπα τον Αργεντίνο στους δρόμουσ της πατρίδας του δεν θα σήμαινε τίποτα το ιδιαίτερο.

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2007

MACHINE GUN


Στο μυαλό πολλών ο Hendrix δεν συνδέεται με τα blues. Όλοι γνωρίζουν τα κλασικά: Foxy Lady, Hey Joe άντε και το All Along The Watchtower (Dylan γαρ…).
Ο άνθρωπος έπαιζε blues. Πάρ΄το μουσικά, σημειολογικά, ηχητικά ή αξιωματικά. Το Red House είναι μια απτή απόδειξη. Αν όμως δεν έχεις ακούσει το Machine Gun, χάνεις πολλά. Ένας φόρος τιμής στον αυτοσχεδιασμό, μια ενέργεια που διαχέεται και θρέφεται από τη δική σου. Τί κι αν είχα τη δυνατότητα να το αναλύσω μουσικολογικά. Πόσοι θα ενδιαφερθούν πραγματικά γι΄ αυτό; Ας το πούμε αλλιώς: Φαντάσου τη Guernica σαν ένα μουσικό κομμάτι. Αν ο Hendrix ζωγράφιζε, αυτό το τραγούδι θα ήταν η Guernica του. Ή για να το περιγράψω καλύτερα, αν ο Picasso είχε μια Stratocaster και απέδιδε μουσικά τον πίνακά του, τότε εκείνος θα ήταν που θα άλλαζε τη ροή της ροκ μουσικής. Ευτυχώς ο Jimi είναι μοναδικός. Στα 12 λεπτά και 40 δεύτερα (έκδοση από το άλμπουμ Band of Gypsys) η κιθάρα σου διηγείται τη φρίκη του πολέμου και ο Jimi απλά συμπληρώνει τα κενά με τη φωνή του. Έξι χορδές και το τρομακτκό sustain της κιθάρας που ξερνάνε οι λάμπες του Marshall μεταφέρουν τα ουρλιαχτά του πολέμου ενω διακόπτονται διαρκώς από τις ριπές του ταμπούρου.
Διαλέγουμε να ακούμε τραγούδια που συνδυάσαμε με καταστάσεις και γεγονότα στη ζωή μας. Τα τραγούδια αυτά γίνονται έντονα δικά μας λόγω της σύνδεσης αυτής. Κι όμως δεν είναι πάντα έτσι. Φαντάσου να άκουγες το Machine Gun την πρώτη φορά που έκανες sex. Δεν ξέρω για ποιόν θα ήταν πιο τραυματική η εμπειρία. Μάλλον για εκείνη. Είναι ένα τραγούδι βίαιο και καθόλου ρομαντικό. Ο ρυθμός είναι καταιγιστικός και οι ριπές ασταμάτητες. Δεν θα μπορούσε με τίποτα να συνοδεύει μουσικά την πρώτη σου φορά. Τίποτα δεν κρατά 12΄40΄΄. Νομίζω πως θα ήσουν καλύτερα με το Little Wing (2’27’’) από το Axis: Bold As Love. Ο Chas Chandler (μπασίστας των Animals και παραγωγός των πρώτων LP του Jimi) υποχρέωνε τον Hendrix να κρατά τα τραγούδια κάτω από τα 3 λεπτά, πράγμα που σημαίνει πως καλύτερα να βάλεις το Axis παρά το Band of Gypsys.
Το συγκεκριμένο κομμάτι δεν συνδέεται με κάτι συγκεκριμένο από τη δική μου ζωή πέρα από το γεγονός πως για μεγάλο διάστημα το συγκεκριμένο άλμπουμ σκονίζονταν στη βιβλιοθήκη μου, αλφαβητικά τοποθετημένο δίπλα στους Housemartins!!! Είναι λοιπόν μια ευκαιρία να ανακαλύψω άλλες πτυχές του Hendrix και να αλλάξω τον τρόπο που αρχειοθετώ τα CD μου.
Αν κάποιος μου ζητούσε να παραθέσω 5 λέξεις/φράσεις που μου έρχονται συνειρμικά για τον Hendrix στο μυαλό, αυτές θα ήταν: Stratocaster, fuzz, zipp-έλαιο, θάνατος στα 27 και Machine Gun.
Μιλάμε για τις πέντε λέξεις που έρχονται στο μυαλό. Άλλος θα προσέθετε: Dylan, ‘scuse me while I kiss the sky, Fillmore East, 101 Αερομεταφερόμενο Τάγμα, κλπ. Είναι όμως συγκλονιστικό πως κανείς φτάνει στο σημείο να γνωρίζει τόσα πράγματα και λεπτομέρειες για έναν άνθρωπο. Υπάρχουν τόσα άλλα ιστορικά πρόσωπα για τα οποία θα έπρεπε να γνωρίζω πράγματα. Η pop κουλτούρα είναι προφανώς ισχυρότερη της ιστορίας. Θα μπορούσα να παραθέσω έναν σωρό από πληροφορίες ιστορικής ακρίβειας για μουσικούς που με ενδιαφέρουν, που στα μάτια πολλών να με κάνουν έναν αξιοθαύμαστο μελετητή του είδους. Η αλήθεια όμως έιναι πως δεν ξέρω τ΄ποτα περισσότερο από ό,τι γνωρίζει οποιοσδήποτε άλλος που τρέφει ένα ενδιαφέρον για κάποιο μουσικό είδος. Κατά τα λεγόμνα του Nick Hornby (31 Songs)ένα τραγούδι που αγαπάς θα πρέπει να μιλά περισσότερο στην καρδιά και λιγότερο στο μυαλό.

Για μένα, ο Hendrix είναι ένας μπλουζίστας.

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2007

INVITATION TO THE BLUES


Well she’s up against the register
With an apron and a spatula
With yesterday’s deliveries
And the tickets for the bachelors
She’s a moving violation
From her conk down to her shoes
But it’s just an invitation to the blues
(Tom Waits – Small Change, 1976)

Πέρασε δίπλα μας και πήρε την παραγγελία. Ένας νες και μια άγρια γαλοπούλα να κολυμπά με μια φέτα πορτοκάλι. Ώρα 8 το βράδυ και εν αναμονή του πάντα αργοπορημένου τρίτου. Πολύ αργά για καφέ, πολύ νωρίς για ποτό. Ε, και; Δεν είναι ένας φόρος τιμής στη γκαρσόνα. Είναι η απομυθοποίηση της ελκυστικής γκαρσόνας. Υμνήθηκε σε τόσα τραγούδια και διασκευάστηκε σε άλλα τόσα.
Ο Waits συνεχίζει... παραγγέλνεις και εκείνη την ώρα αιθάνεσαι σαν τον Cagney καθώς εκείνη σαν άλλη Rita Hayworth σε σερβίρει το ποτό σου. Αυτό δεν θέλεις άλλωστε; Άρχον της στιγμής, για τα δεύτερα που θα παραγγείλεις και ίσως να καθυστερήσεις και λίγο. Να το παίξεις λίγο αναποφάσιστος μήπως και την παρατηρήσεις λίγο ακόμα. Δεν είναι εκεί να σε σερβίρει. Είναι για να σε παρασύρει. Να πιείς παραπάνω. Να καταναλώσεις κι άλλο. Της ζητάς το ποτό σου και σε κοιτά περίεργα. Πώς μπορεί μια φέτα πορτοκάλι να κολυμπά με άνεση σε ένα ωκεανό μπέρμπον; Σε ένα κόσμο που η άσπρη κάλτσα φωσφορίζει στα black lights με τη φωνή του Τερλέγκα να μουδιάζει τον εγκέφαλό σου, η επίχρυση καδένα που έχει μπλεχτεί στην τρίχα του στήθους δεν αρκεί να εντυπωσιάσει τη σερβιτόρα. Τα διάφορα Johnny με κόλα, η ούζα με πορτοκαλάδες είναι τα εξωτικότερα ποτά που θα σερβίρει ποτέ της. Το Wild Turkey μπερδέυεται με τη πέρδικα στα μπουκάλια και το πορτοκάλι θα μπορούσε να είναι ό,τι η ντομάτα στο κοκκινιστό. Ποιός φταίει, εγώ που πίνω από τις 8 ή ο τρίτος της παρέας που ζητά επίμονα τον δεύτερο καφέ του έξτρα δυνατό;
Το ποτό μου δεν θα έρθει ποτέ σωστό, αλλά θα πιώ τόσα που το κέρασμα θα έρθει. Πρώτα σε σφηνάκια και μετά σε κανονικά ποτά. Και ξάφνου το ποτό μου δεν είναι τόσο περίεργο και την επόμενη φορά που ίσως κάποιος άλλος το παραγγείλει, θα θυμηθεί την παρέα των δυο που πίναν καφέ, που σε λίγο μόνο ο ένας έπινε καφέ και τελικά τρείς τσούγκρισαν μαζί τα ποτά τους...
Ξέρω τη σερβιτόρα θα πεις τη άλλη φορά και όταν θα ξαναπάς δεν θα είναι πια εκεί. Γιατί το επάγγελμα προσφέρει μια μεταβατικότητα. Ένα άλλοθι και ένα «προς το ζείν» μέχρι να σερβίρει τους καφέδες σε μια άλλη εταιρεία όπου θα νομίζει πως κυνηγά το όνειρο. Όλοι σερβίρουν καφέδες κάποια στιγμή. Κάποιοι ίσως λίγο παραπάνω από κάποιους άλλους. Μαζί με εσένα που ήξερες την σερβιτόρα, την ήξερε και η δίπλα παρέα των ακούρευτων και αξύριστων μαυροφορεμένων ρεμαλιών. Πίνουν τις μπύρες τους στα τεράστια ποτήρια και ρεύονται στην υγειά της. Είθε ο ήχος που τραντάζει τα σωθικά του μαλάκα δίπλα να είναι η κραυγή που δεν θα σε ξαναγυρίσει στα ίδια μέρη. Οι τρείς θα ξαναβρεθούν στο ίδιο μέρος μετά από ένα χρόνο και τότε μια άλλη γκαρσόνα θα αποτελέσει το θέμα της κουβέντας τους. Ο καφές θα είναι πάντα πολύ νερουλός ή πολύ κρύος. Το ποτό πάλι θα μείνει παρεξηγημένο με τη φέτα λεμονιού να προσβάλλει τον ουρανίσκο μου και εμένα να διαμαρτύρομαι για το πορτοκάλι που έγινε λεμόνι στο ποτήρι μου. Ο ένας θα καπνίζει δίχως αύριο, ο άλλος θα ζυγίζει τις επιλογές του και εγώ θα ψάχνω τη σερβιτόρα να μου αλλάξει το ποτό...

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2007

How Blue Can You Get?


Σήμερα ήρθε ο ηλεκτρολόγος στο σπίτι να φτιάξει τη ζημιά στην κουζίνα, που δεν μπορούσε ο τεχνικός. Μεγάλη ιστορία, μικρή σε σημασία. Τριάντα ευρώ για την επίσκεψη του τεχνικού που δεν έκανε τίποτα. Εβδομήντα στον ηλεκτρολόγο για να αλλάξει μια ασφάλεια. Για τριάντα λεπτά μου ανέλυε ο ηλεκτρολόγος το πως η ζωή άλλαξε. Είχα δυο μέρες να κοιμηθώ και περίμενα πότε θα φύγει γιατί σε τρεις ώρες θα έβγαινα με τα παιδιά. Θα ξενυχτάγαμε και θα πίναμε για ώρες μιας και θα εορτάζαμε την επιστροφή του ασώτου φίλου από το εξωτερικό μετά από έξι μήνες, ενώ θα κάναμε να τον ξαναδούμε τουλάχιστον ένα χρόνο. Την Κυριακή πρέπει να ξυπνήσω νωρίς για να πάρω μέρος στον ποδηλατικό γύρο ενώ πρέπει να είμαι φρέσκος γιατί τη Δευτέρα έχω αλλεπάλληλα meeting μέχρι τις έξι το απόγευμα. Πλήρωσα το τηλέφωνο, αγόρασα ρούχα, θα χαλάσω λεφτά το βράδυ. Θα χαλώ λεφτά μια ζωή καθώς θα σπαταλώ λεπτά του χρόνου μου.
Θέλω τον Άλμπερτ να μου εξηγήσει την καμπυλότητα του χρόνου, τη θεωρεία της σχετικότητας, αλλά δεν έχω χρόνο. Δεν έχω χρόνο γιατί νομίζω πως έχω σκοπό στη ζωή μου. Και για να βρω τον σκοπό θέλω χρόνο και χρήμα.
Διαβάζοντας και μόνο τον τίτλο του βιβλίου του Bill Wyman καταλαβαίνεις πως όλα είναι ένα ταξίδι: A Blues Odyssey. Ένα ταξίδι της μουσικής μέσα στο χρόνο. Περνάμε τη ζωή μας στο παγκόσμιο χωριό για να αφήσουμε το στίγμα μας και να αναπνεύσουμε την αύρα που μας άφησαν άλλοι. Τότε, υποσιτισμένοι, μαύροι εργάτες των φυτειών αγόραζαν μια κιθάρα των 9 δολαρίων από καταλόγους πολυκαταστημάτων της εποχής και παίζανε για να διασκεδάσουν και να πάρουν λίγα χρήματα που θα τους πήγαιναν στην δίπλα πόλη. Ο μικρόκοσμός τους αυτός, που ξεκινά από το φέουδο που είχαν επωμισθεί αποτελεί μια μικρογραφία του κόσμου. Μόνοι, ξένοι και ταλαίπωροι χωρίς τίποτα για εφόδιο πήραν τη μελωδία και δημιούργησαν. Τη χάρισαν σε κάποιον άλλο και εκείνοι με τη σειρά τους την εμπλούτισαν και την ξαναχάρισαν. Έτσι γράφονταν τότε τα τραγούδια. Έρχεσαι, παίρνεις, δημιουργείς και μοιράζεσαι.
Έτσι απλή έπρεπε να είναι κα η ζωή. Δίχως αριθμούς, προθεσμίες, λεφτά, χρόνο να μετρά και χαμένα ανθρωπάκια να ψάχνουν το καρότο τους στα bonus εξαμήνου, τη μάρκα του παπουτσιού και τα άλογα του αυτοκινήτου. Κάποτε ένα γαϊδούρι ήταν αρκετό να σε πάει. Κάποτε η ζωή διαρκούσε λιγότερο αλλά υπήρχαν άνθρωποι που δεν τα υπολόγισαν ποτέ. Σε λιγότερο από μια δεκαετία, ο Robert Johnson έδωσε τις βάσεις της δυτικής μουσικής. Άνθρωποι τυφλοί έπαιζαν με δεξιότητα ασύλληπτη για τα τωρινά δεδομένα. Σκέψου μόνο πόσοι τυφλοί υπάρχουν στα blues: Blind Blake, Blind Lemon Jefferson, Blind Willie McTell, Blind Boys of Alabama.
Εσύ τι ακριβώς προσδοκείς; Κι αν ζήσει παραπάνω από εκείνους κι αν βγάλεις περισσότερα λεφτά, αυτό που διάγεις είναι βίος; Έχει στόχο, ολοκλήρωση;
Εσύ τί άφησες για τους άλλους;

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2007

ΕΞΟΔΟΣ


Πρωί... Ώρα αιχμής. Το μέρος δεν έχει σημασία. Όπου και να κοιτάξεις παντού το ίδιο σκηνικό. Τίποτα δεν αλλάζει και παντού το ίδιο θέαμα κάθε εργάσιμη ημέρα. Ας πούμε Κηφισίας ώρα 9 το πρωί.

Η άσφαλτος βράζει και μαζί τα νεύρα του κόσμου. Δεκάδες ακινητοποιημένα αυτοκίνητα σε μια πολύχρωμη θάλασσα από τα τελευταίας μόδας μεταλλικά χρώματα με αντισκωριακή προστασία και εγγύηση αντιπροσωπείας. Η θάλασσα χάνεται στον ορίζοντα τρεμάμενη από τη θερμότητα και τις αναθυμιάσεις. Τα χρώματα της ίριδας αναμιγνόνται σε ένα άσπιλο λευκό χρώμα...εδώ όμως τα τρώει όλα το τσιμέντο και το μαύρο του χάους καταπινει το χρόνο, τη διάθεση και τέλος τη ζωή.

Μέσα σε όλο αυτό το «αισιόδοξο» κλίμα η φωνή του Χόρν βγαίνει από τα ηχεία. Μια μαύρη τρύπα έρχεται να με καταπιεί καθώς τραγουδά τον «ουρανό, τον γαλάζιο ουρανό» και με καταπίνει το τούνελ της Κηφισίας. Κοιτώ ψηλά και βλέπω τον τσιμεντένιο ουρανό κατάφωτο από τα πορτοκαλί φώτα ασφαλείας και τις κόκκινες πυγολαμπίδες των Stop των προπορευομένων οχημάτων. Η δύναμη που μου δίνει το τραγούδι χάνεται από τα παράσιτα καθώς χάνεται το σήμα του ραδιοφωνου. Το σκοτάδι καταπίνει το φως και το τσιμέντο το σήμα του ραδιοφώνου μου. Ο θόρυβος εκκωφαντικός καθώς τα αυτοκίνητα στο άλλο ρεύμα πάνε σαν τρελά χλευάζοντας εμάς τους ακινητοποιημένους. Μπορείς πάντα να καταλάβεις αυτούς που είναι σε άδεια από το αντίθετο ρεύμα. Είναι το ρεύμα που πάντα θέλεις να βρεθείς: πάντα άδειο και γρήγορο.

Όσο για εμάς, περιμένουμε το φως στην άκρη του τούνελ. Η διαδικασία είναι απλή όσο και μονότονη. Συμπλέκτης, πρώτη, γκάζι. Ποτέ δευτέρα. Τέτοια τύχη σπανίζει. Αφήνεις φρένο και φεύγεις. Σταματάς. Ένα ατελείωτα μονότονο ρυθμικό boogie του John Lee Hooker. Ένας ατελείωτος ρυθμός και εσύ να περιμένεις το σόλο να σε λυτρώσει. Αν αργήσει πολύ, θα υπνωτιστείς και δεν θαακούσεις ποτέ τον τραγουδιστή να σου λέει το γιατί της ιστορίας. Το θέλεις το σόλο όπως θες τη λύτρωση από το καθημερινό σου μαρτύριο. Δεν ξέρεις πως. Ψάχνεις όμως τον τρόπο να απαλλαγείς από το μαρτύρικό αυτό ρυθμό που σε τρώει καθημερινά. Το ρυθμό που σε πάει στη δουλειά καθημερινά, στη ρουτίνα, την υποχρέωση.

Συμπλέκτης, πρώτη γκάζι, συμπλέκτης, δεύτερη...
Ξύπνημα, ντύσιμο, αμάξι, δουλειά, σπίτι...

Πού είναι το σόλο; Πώς θα σπάσει αυτή η συμμετρία;

Το σόλο μου μόλις αρχίζει, λίγο μετά την έξοδο για Εθνική Οδό!

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2007

καλως ήρθες...


Μπλε: το χρώμα του ουρανού, της θάλασσας...
Μπλέ όμως και η νότα των blues. Τα ρεμπέτικα της Δύσης, ο σπόρος της Αφρικής που φύτρωσε στα μπαμπακοχώρια του Δέλτα του Μισισιπή.
Μπλέ η νότα που δίνει χρώμα θλίψης, συγκρατημένη αισιοδοξίας. Πλυμένη στα burbon και χαμένη στα θολά τοπία από φτηνά καπνά, με τον ήχο της National Resonator να κόβει σαν ξυράφι με το ατσαλένιο σώμα της τη νύχτα στα απομονωμένα juke joints των Δέλτα.

Μια τέχνη, ένας πόνος που χάθηκε όταν χάσαμε την αθωότητα και αλλάξαμε την ψυχή μας με ένα δάνειο σε άπειρες "άτοκες" δόσεις. Devil Got My Woman λέει το τραγούδι Εσύ πόσο και πόσα πούλησες;

Ένα tribute στα blues και μια μπλε μουντζούρα στα καθημερινά, το blog αυτό, με τη ματιά ενός μαθητή των blues.

Enjoy...