Σάββατο 10 Μαΐου 2008

Well, I wonder if I’ll ever see my labors, or if they’ll all wash away…


Θα μπορούσε να λέγεται και tangled up in blues (βλέπε Dylan στο blood on the Tracks). Ανάβω τον διακόπτη και φωτίζεται ο τόπος με το κίτρινο φως που αντανακλά στα πλακάκια του μπάνιου. Ο ήλιος δεν έχει ανατείλει αλλά και έτσι να ήταν δεν μπαίνει το φως της μέρας εκεί. Θέλω λίγα δεύτερα μέχρι οι κόρες μου να συνέλθουν από το σοκ. Τριάντα χρόνια τώρα την ίδια φάτσα βλέπω κι όμως δεν περίμενα να φτάσει η μέρα που δεν θα την αναγνωρίσω. Τσακισμένα μάτια και γκρίζες τρίχες να πετάνε ανάμεσα στα άλλοτε γεμάτα λίγδα από το ζελέ μαλλιά μου. Δεν είναι απο ξενύχτι σε μπαρ, είναι από το καθημερινό 8-ωρο που εργοδοτική αδεία μετατρέπεται καθημερινά σε 12-ωρο. Επέρασα νικηφόρα από τη γενιά των 700 ευρώ για να μπορώ να λέω στο ξένο αυτό πρόσωπο στον καθρέφτη πως ανήκει στην ελίτ των λίγο κάτω από τα 1500. Για ενάμισο κωλοχιλιάρικο καλημερίζω κάθε πρωί τον μαλάκα στον καθρέφτη και ονειρεύομαι τα ρέστα από το τέλος του μήνα για να πω πως έκανα κάτι.
Δυο άνθρωποι περπατούν στην ίδια γειτονιά που ζούσαν μαζί μια ολόκληρη ζωή και όμως δεν συναντιούνται ποτέ. Διασχίζουν τον ίδιο δρόμο ο καθένας από την αντίπερα όχθη. Περπατούν γύρω από την πλατεία των παιδικών τους χρόνων από αντιδιαμετρικά σημεία. Ο ένας κοιτά μέσα και βλέπει τα παιδιά να παίζουν και βλέπει τον εαυτό του στην ηλικία αυτή, να παίζει με τα άλλα παιδιά και αναπολεί. Ο άλλος όμως δεν έφυγε ποτέ από την πλατεία. Το κουβαδάκι του έμεινε εκεί. Τα αμάξια περνουν με δυνατή μουσική υπόκρουση τραγούδια από τα νιάτα μου και εγώ κλείνω το τζάμι του δικού μου οδηγώντας προς το 12-ωρο μαρτύριο που με περιμένει.