Δευτέρα 10 Μαρτίου 2008

Bright Lights Big City


Σε όλων μας τα χέρια έχει κάποτε πέσει φοβερή «επιστημονική μελέτη» lifestyle περιοδικού με λίστες σχετικά με το πως πρέπει να ζεις, τί πρέπει να αρέσει σε άτομα της τάξης σου και φυσικά γιατί πρέπει να αγαπήσεις κάτι που δεν σε εμπνέει πάντα. Κάτι τέτοιο είναι και η λίστα στην οποία αναφέρομαι. Δεν μου αρέσει το lifestyle, δεν γουστάρω να είμαι στη σειρά Σάββατο βράδυ περιμένοντας πότε ο άχρηστος ο πορτιέρης θα εκτιμήσει οτι είναι ώρα και για μένα να διασκεδάσω. Αυτό που μισώ ποιό πολύ είναι τα φλογερά άρθρα που αναφέρονται στους λόγους που πρέπει να αγαπώ την πόλη αυτή. Αυτή την πόλη την μισώ και πιο πολύ μισώ τους ανθρώπους αυτούς που αντί να παρακινούν τον κόσμο να την αλλάξει, τον «ψήνουν» γα το πόσο όμορφη είναι η σκατίλα υπό το ημίφως του ηλιοβασιλέματος στην Πλάκα, με τον καφέ στα 5 ευρώ και τον κάθε άθλιο να θωπεύει τα οπίσθιά σου γιατί σώνει και καλά πρέπει κι εσύ να ζήσεις το μύθο σου στην πόλη αυτή, που πέθανε μαζί με τον κόσμο που θέλουν να μας πείσουν πως ακόμα κατοικεί στις συνοικίες της Αθήνας των ελληνικών ταινιών του 1960. Για τον λόγο αυτό αποφάσισα κι εγώ να φτιάξω μιαν άλλη λίστα. Η λίστα μέσα από τα μάτια του μισάνθρωπου που δεν ψάχνει να φύγει από αυτή την κωλόπολη. Αυτή θα ήταν η εύκολη λύση και αυτό που θα έλεγε ο κάθε ελαφρόμυαλος: άμα δεν σ’αρέσει γιατί δεν φεύγεις; Μένω γιατί νιώθω πως κάτι πρέπει να κάνω για να αλλάξει αυτη η αηδία. Δεν εγκαταλείπω ρε μαλάκα! Να φύγεις εσύ και φρόντισε να πάρεις μαζί σου και όλα τα φιλαράκια σου. Θα τα γνωρίζεις από το αποχαυνωμένο βλέμμα και τη λοβοτομή με τις ευλογίες του STAR. Αυτή είναι η αντιλίστα μου. Οι λόγοι που μισώ την πόλη αυτή. Αναγνωρίζεις μήπως κάτι δικό σου σε αυτή; Αν ναι, τότε τί κανεις;
ΨΕΜΑ: Λατρεύω την πόλη αυτή για τις ευκαιρίες που μου δίνει να χάνομαι στα όμορφα δρομάκια της. Ακολουθεί μερική απαρίθμηση κλασσικών δρόμων της Πλάκας, cult café και «δήθεν» σημεία συνάντησης.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΜΟΥ: ‘Οταν θέλω να χαθώ, ονειρεύομαι. Κι όταν ονειρεύοαι φαντάζομαι τον εαυτό μου σε μέρη μαγικά και όχι εφιαλτικά. Στον υπερσιβηρικό να φεύγω από τη Μόσχα σε ένα ταξίδι αναζήτησης μέχρι το Βλαδιβοστόκ. Στα dykes του Άμστερνταμ και στο μαγαζάκι του Soren δίπλα στην όχθη, κατι μέτρα από το δικό τους παζάρι στο Waterlooplein. Καθόμαστε έξω, πίνουμε καφέ και μιλάμε για την εξέλιξη των Blues με μια resonator αγκαλιά. Πες μου ένα μέρος στην Αθήνα που μπορείς να το κάνεις αυτό. Πες μου ποιός θα σταματήσει να μιλήσει μαζί σου και ποιός ξέρει τί είναι resonator. Πως μπορεί στην πόλη αυτή να μην έχω ούτε έναν φίλο και να ξέρω άτομα σε άλλα μέρη του κόσμου που τα επισκέφτηκα σε μια σύντομη διαδρομή; Είναι γιατί αυτή η πόλη είναι αδιάφορη, όπως και το βλέμμα του κόσμου. Περπατούσα στο Βερολίνο και με σταμάτησε μια γριά γυναίκα για να μου πει πως αν θέλω βοήθεια να πάω κάπου μπορεί να μου την προσφέρει αρκεί να καταλαβαίνω Γερμανικά μιας και δεν μιλά καθόλου Αγγλικά. Πότε σταμάτησες εσύ χωρίς λόγο να προσφέρεις βοήθεια σε έναν ξένο; Πώς μπορεί να ξεφύγεις ευχάριστα σε έναν μπαρουτοκαπνισμένο τοίχο σκεπασμένο με άναρθρα graffiti νέων που δεν έχουν μάθει ακόμα να μιλάνε; Από πότε είναι τέχνη να βάζεις μια άθλια υπογραφή σε έναν μίζερο τοίχο; Θυμάμαι τους διοικητές μου στον στρατό όταν βγάζανε στην αναφορά κανένα ταλαίπωρο που έγραφε το όνομά του στους ασβεστομένους τοίχους της σκοπιάς: Νώντας, 246 ΕΣΣΟ, Αριδαία. Ή ο διοικητής ήταν μαλάκας ή η τέχνη έκανε μεγάλα βήματα προς τα πίσω για να φτάσει να θεωρείται τέχνη η απομίμιση του gangster lifestyle σε μια χώρα που τα φαρδυά παντελόνια τα φόραγε ο Καΐλας όταν λουστράριζε παπούτσια στη Σταδίου. Μια Πλάκα μας έμεινε την οποία επισκεπτόμαστε κι εμείς με τους τουρίστες. Τουρίστες μέσα στην ίδια μας την πόλη, να μας πιάνουν τον κώλο ο όμοιοι μας και εμείς να ψάχνουμε την ευκαιρία μας να κάνουμε το ίδιο στον συνάνθρωπό μας. Μισώ την πόλη αυτή και ό,τι άλλο αντιπροσωπεύει, γιατί χάσαμε το δικαίωμα να ζούμε σε αυτή σαν άνθρωποι από τη στιγμή που νομίσαμε πως μας ανήκει.
ΨΕΜΑ: Μ΄αρέσει η πόλη αυτή για το πολυπληθυσμικό ψηφιδωτό της και την πολιτιστική ανταλλαγή ιδεών με τις μεινότητες που διαμένουν στις όμορφες συνοικίες.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΜΟΥ: Η πόλη έγινε ένα απέραντο γκέτο. Το γκέτο των ντόπιων με το γκέτο των αλλοδαπών που παλεύουν για τους τίτλους κυριότητας μιας πιθαμής ασφάλτου που βρωμά και ζέχνει. Ενός τόπου που δεν σε ήθελε ποτέ και προσπαθεί να σε λιώσει από τη μέρα που γεννήθηκες. Οι αλλοδαποί δεν είναι σε θέση να προσφέρουν τίποτα περισσότερο από τα προϊόντα που πουλούν λαθραία στους δρόμους πυκνής κυκλοφορίας. Δεν μειονεκτούν έναντι κάποιου. Απλά πεινάνε. Όταν δεν έχεις λύσει το βιοποριστικό σου πώς θα παράγεις τέχνη; Πώς θα ανθίσει η σκέψη όταν σε κυνηγάνε οι υποχρεώσεις, η πείνα και η αναζήτηση στέγης; Ο πολιτισμός είναι για αυτούς που τον ορίζουν και τον αντιλαμβάνεσαι μόνο όταν έχεις λύσει άλλα προβλήματα. Το ίδιο ισχύει και για του ημεδαπούς. Ο Έλληνας πείνασε, μετά χόρτασε και τέλος τα ξεπούλησε όλα για ένα επιδόρπιο στο εξοχικό, δίπλα στην αμαξάρα. Και για αυτά πούλησε την ελεύθερη σκέψη, τα ιδανικά του και μαζί με το εξοχικό και το αμάξι, υποθήκευσε και το μέλλον των παιδιών του. Δεν υπάρχει πολιτισμός, ούτε κουλτούρα. Χρώματιστές κορδέλες στις παγιέτες του Κωστέτσου και άλλων κύναιδων και φιλήδονων ξωτικών που περιφέρονται σαν κωλοφωτιές στη νύχτα της Αθήνας. Σε άρθρο της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας διαβάζουμε (όσοι ακόμα το θυμούνται) πως έχει μετατραπεί η Γερανίου σε στέκι εμπορίας ναρκωτικών. Οι μαύροι, άσπροι, κίτρινοι, ΟΛΟΙ πουλούν και χρησιμοποιούν. Εκεί είναι το πολιτισμικό παζάρι και όλοι μιλούν την ίδια γλώσσα. Όλοι καταλαβαίνουν και όλοι μαζί «ξεφεύγουν» μέσα από την πραγματικότητά τους. Γιατί όταν ζεις μέσα στην κόλαση αυτή, τότε ακόμα και στη μέση ενός βρωμερού και άθλιου δρόμου θέλεις να βρεθείς κάπου αλλού. Θέλεις κι εσύ ένα εισιτήριο για τον υπερσιβηρικό. Όλοι έχουν δικαίωμα στο όνειρο. Μάλλον κι αυτός που έγραφε για τις «ομορφιές» αυτές, κάπου εκεί ταξιδεύει για να βγει από τη δική του μιζέρια. Πάρε κι εσύ μια τσάντα από τον μαύρο. Είναι φτιαμένη με τον ιδρώτα ενός μικρού κίτρινου παιδιού που λιώνει σε μια βιοτεχνία στην Άπω Ανατολή κάτω από το βλέμμα ένος λευκού που μετρά τα κέρδη με τη σέσουλα. Μάλλον κάπως έτσι μετράται ο πολιτισμός. Κάπως έτσι συσφίγγονται οι δεσμοί μεταξύ των λαών. Φταις εσύ που αγόρασες την τσάντα και άρα συντηρείς το πρόβλημα. Φταίει το σύστημα που δεν σου επιτρέπει να αγοράσεις μια γνήσια Gucci. Φταίει η παιδεία σου που δεν μπορεί να σε κάνει να δεις πως δεν χρειάζεσαι μια Gucci. Φταίει ο μεγάλος αδερφός. Όχι φταίει η παγκόσμια οικονομία. Φταίει όμως και η μη εφαρμογή των νόμων. ΕΣΥ ΚΙ ΕΓΩ ρε μαλάκα πότε θα φταίμε; Εγώ δεν ψηφίζω; Εγώ δεν έχω γνώμη; Εμένα δεν μου έμαθε ο πατέρας μου να μην αδικώ τους συνανθρώπους μου;
ΨΕΜΑ: Λατρεύω τις μικρές οάσεις /café που ξεπηδούν σε κάθε γειτονιά γεμάτα άποψη και ζεστή ατμόσφαιρα για τους θαμώνες του.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΜΟΥ: Τότε γιατί εξαφανίζονται τόσο γρήγορα όσο ξεπηδούν; Ποιά ατμόσφαιρα κάνει τον καφέ να ανέβει στα 5 ευρώ και τον πελάτη τόσο μαλάκα όσο να τον αγοράζει συνέχεια; Σαν τις ρέγκες, να καπνίζονται μέσα σε μια απαίσα ατμόσφαιρα από άναρθρα beat και ξανασερβιρισμένα dog songs με λίγη από lifestyle κάθονται και μετρούν τις ώρες να περνούν ανούσια, κοιτώντας τον διπλανό και σκεπτόμενοι το αβυσσαλέο ντεκολτέ της γκαρσόνας που εκδίδεται σερβίροντας μισόγυμνη τον καφέ για να μπορεί να έχει να δουλέψει και αύριο. Πού είναι τα καφέ του Παρισίου δίπλα στην όχθη του Σικουάνα με τη μουσική του Django να συνοδεύει τον ζεστό latte με τη μυρωδιά από Gaulloise σαν λιβάνι να ποτίζει την ατμόσφαιρα; Εδώ είναι Ελλάδα. Ε, και; Πού είναι λοιπόν τα αγιόκλιμα, ο ελληνικός με ολίγη; Πού είναι η rexona να σκοτώσει τη μασχαλίλα του γκαρσονιού; Και μιας και το ‘φερε η κουβέντα υπάρχει rexona για την αγένεια, την κλεψιά και την πιασοκωλιά;
ΨΕΜΑ: Αυτή η φοβερή πόλη στην οποία ανθεί ο πολιτισμός στις γκαλερύ και τα πάρτυ των κουλτουριάρηδων...
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΜΟΥ: Ποιός πολιτισμός υπάρχει όταν γινόμαστε διαρκώς μάρτυρες της αμορφωσιάς του Έλληνα από τον προφορικό του λόγο, την πλήρη άγνοια της ιστορίας του, της γεωγραφίας του και της ιστορικής του πορείας και ευθύνης ως κάτοικος του μάταιου τούτου κόσμου; Η τέχνη ομορφαίνει τον κόσμο. Τί αντίληψη μπορεί να έχουμε περί ομορφιάς όταν ζούμε μέσα στα σκατά και μας αρέσει; Όταν πληρώνουμε φυλλάδες για να μάθουμε τον λογο που μας αρέσει αυτή η κατάντια; Η τέχνη ξυπνά τον άνθρωπο και εμείς κοιμόμαστε γιατί έχουμε παραιτηθεί πριν ακόμα γεννηθούμε. Παραιτήθηκαν οι δικοί μας και εμείς γεννηθήκαμε κοιμισμένοι επιθυμώντας να γυρίσουμε πίσω στην εμβρυακή μας μακαριώτητα.
ΨΕΜΑ: Η πόλη αυτή είναι ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται και μεγαλώνει
Η ΑΛΗΘΕΙΑ: Η πόλη αυτή είναι νεκρή όπως και ο κόσμος που ζει σε αυτή.
Προτιμώ να συνειδητοποιήσω αυτό που δεν υπάρχει προκειμένου να κάνω κάτι ώστε να αλλάξει η κατάσταση. Όσο κοιμάμαι αγκαλιά με τις φυλλάδες τόσο θα απομακρύνεται η προοπτική αυτή.