Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2007

INVITATION TO THE BLUES


Well she’s up against the register
With an apron and a spatula
With yesterday’s deliveries
And the tickets for the bachelors
She’s a moving violation
From her conk down to her shoes
But it’s just an invitation to the blues
(Tom Waits – Small Change, 1976)

Πέρασε δίπλα μας και πήρε την παραγγελία. Ένας νες και μια άγρια γαλοπούλα να κολυμπά με μια φέτα πορτοκάλι. Ώρα 8 το βράδυ και εν αναμονή του πάντα αργοπορημένου τρίτου. Πολύ αργά για καφέ, πολύ νωρίς για ποτό. Ε, και; Δεν είναι ένας φόρος τιμής στη γκαρσόνα. Είναι η απομυθοποίηση της ελκυστικής γκαρσόνας. Υμνήθηκε σε τόσα τραγούδια και διασκευάστηκε σε άλλα τόσα.
Ο Waits συνεχίζει... παραγγέλνεις και εκείνη την ώρα αιθάνεσαι σαν τον Cagney καθώς εκείνη σαν άλλη Rita Hayworth σε σερβίρει το ποτό σου. Αυτό δεν θέλεις άλλωστε; Άρχον της στιγμής, για τα δεύτερα που θα παραγγείλεις και ίσως να καθυστερήσεις και λίγο. Να το παίξεις λίγο αναποφάσιστος μήπως και την παρατηρήσεις λίγο ακόμα. Δεν είναι εκεί να σε σερβίρει. Είναι για να σε παρασύρει. Να πιείς παραπάνω. Να καταναλώσεις κι άλλο. Της ζητάς το ποτό σου και σε κοιτά περίεργα. Πώς μπορεί μια φέτα πορτοκάλι να κολυμπά με άνεση σε ένα ωκεανό μπέρμπον; Σε ένα κόσμο που η άσπρη κάλτσα φωσφορίζει στα black lights με τη φωνή του Τερλέγκα να μουδιάζει τον εγκέφαλό σου, η επίχρυση καδένα που έχει μπλεχτεί στην τρίχα του στήθους δεν αρκεί να εντυπωσιάσει τη σερβιτόρα. Τα διάφορα Johnny με κόλα, η ούζα με πορτοκαλάδες είναι τα εξωτικότερα ποτά που θα σερβίρει ποτέ της. Το Wild Turkey μπερδέυεται με τη πέρδικα στα μπουκάλια και το πορτοκάλι θα μπορούσε να είναι ό,τι η ντομάτα στο κοκκινιστό. Ποιός φταίει, εγώ που πίνω από τις 8 ή ο τρίτος της παρέας που ζητά επίμονα τον δεύτερο καφέ του έξτρα δυνατό;
Το ποτό μου δεν θα έρθει ποτέ σωστό, αλλά θα πιώ τόσα που το κέρασμα θα έρθει. Πρώτα σε σφηνάκια και μετά σε κανονικά ποτά. Και ξάφνου το ποτό μου δεν είναι τόσο περίεργο και την επόμενη φορά που ίσως κάποιος άλλος το παραγγείλει, θα θυμηθεί την παρέα των δυο που πίναν καφέ, που σε λίγο μόνο ο ένας έπινε καφέ και τελικά τρείς τσούγκρισαν μαζί τα ποτά τους...
Ξέρω τη σερβιτόρα θα πεις τη άλλη φορά και όταν θα ξαναπάς δεν θα είναι πια εκεί. Γιατί το επάγγελμα προσφέρει μια μεταβατικότητα. Ένα άλλοθι και ένα «προς το ζείν» μέχρι να σερβίρει τους καφέδες σε μια άλλη εταιρεία όπου θα νομίζει πως κυνηγά το όνειρο. Όλοι σερβίρουν καφέδες κάποια στιγμή. Κάποιοι ίσως λίγο παραπάνω από κάποιους άλλους. Μαζί με εσένα που ήξερες την σερβιτόρα, την ήξερε και η δίπλα παρέα των ακούρευτων και αξύριστων μαυροφορεμένων ρεμαλιών. Πίνουν τις μπύρες τους στα τεράστια ποτήρια και ρεύονται στην υγειά της. Είθε ο ήχος που τραντάζει τα σωθικά του μαλάκα δίπλα να είναι η κραυγή που δεν θα σε ξαναγυρίσει στα ίδια μέρη. Οι τρείς θα ξαναβρεθούν στο ίδιο μέρος μετά από ένα χρόνο και τότε μια άλλη γκαρσόνα θα αποτελέσει το θέμα της κουβέντας τους. Ο καφές θα είναι πάντα πολύ νερουλός ή πολύ κρύος. Το ποτό πάλι θα μείνει παρεξηγημένο με τη φέτα λεμονιού να προσβάλλει τον ουρανίσκο μου και εμένα να διαμαρτύρομαι για το πορτοκάλι που έγινε λεμόνι στο ποτήρι μου. Ο ένας θα καπνίζει δίχως αύριο, ο άλλος θα ζυγίζει τις επιλογές του και εγώ θα ψάχνω τη σερβιτόρα να μου αλλάξει το ποτό...

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2007

How Blue Can You Get?


Σήμερα ήρθε ο ηλεκτρολόγος στο σπίτι να φτιάξει τη ζημιά στην κουζίνα, που δεν μπορούσε ο τεχνικός. Μεγάλη ιστορία, μικρή σε σημασία. Τριάντα ευρώ για την επίσκεψη του τεχνικού που δεν έκανε τίποτα. Εβδομήντα στον ηλεκτρολόγο για να αλλάξει μια ασφάλεια. Για τριάντα λεπτά μου ανέλυε ο ηλεκτρολόγος το πως η ζωή άλλαξε. Είχα δυο μέρες να κοιμηθώ και περίμενα πότε θα φύγει γιατί σε τρεις ώρες θα έβγαινα με τα παιδιά. Θα ξενυχτάγαμε και θα πίναμε για ώρες μιας και θα εορτάζαμε την επιστροφή του ασώτου φίλου από το εξωτερικό μετά από έξι μήνες, ενώ θα κάναμε να τον ξαναδούμε τουλάχιστον ένα χρόνο. Την Κυριακή πρέπει να ξυπνήσω νωρίς για να πάρω μέρος στον ποδηλατικό γύρο ενώ πρέπει να είμαι φρέσκος γιατί τη Δευτέρα έχω αλλεπάλληλα meeting μέχρι τις έξι το απόγευμα. Πλήρωσα το τηλέφωνο, αγόρασα ρούχα, θα χαλάσω λεφτά το βράδυ. Θα χαλώ λεφτά μια ζωή καθώς θα σπαταλώ λεπτά του χρόνου μου.
Θέλω τον Άλμπερτ να μου εξηγήσει την καμπυλότητα του χρόνου, τη θεωρεία της σχετικότητας, αλλά δεν έχω χρόνο. Δεν έχω χρόνο γιατί νομίζω πως έχω σκοπό στη ζωή μου. Και για να βρω τον σκοπό θέλω χρόνο και χρήμα.
Διαβάζοντας και μόνο τον τίτλο του βιβλίου του Bill Wyman καταλαβαίνεις πως όλα είναι ένα ταξίδι: A Blues Odyssey. Ένα ταξίδι της μουσικής μέσα στο χρόνο. Περνάμε τη ζωή μας στο παγκόσμιο χωριό για να αφήσουμε το στίγμα μας και να αναπνεύσουμε την αύρα που μας άφησαν άλλοι. Τότε, υποσιτισμένοι, μαύροι εργάτες των φυτειών αγόραζαν μια κιθάρα των 9 δολαρίων από καταλόγους πολυκαταστημάτων της εποχής και παίζανε για να διασκεδάσουν και να πάρουν λίγα χρήματα που θα τους πήγαιναν στην δίπλα πόλη. Ο μικρόκοσμός τους αυτός, που ξεκινά από το φέουδο που είχαν επωμισθεί αποτελεί μια μικρογραφία του κόσμου. Μόνοι, ξένοι και ταλαίπωροι χωρίς τίποτα για εφόδιο πήραν τη μελωδία και δημιούργησαν. Τη χάρισαν σε κάποιον άλλο και εκείνοι με τη σειρά τους την εμπλούτισαν και την ξαναχάρισαν. Έτσι γράφονταν τότε τα τραγούδια. Έρχεσαι, παίρνεις, δημιουργείς και μοιράζεσαι.
Έτσι απλή έπρεπε να είναι κα η ζωή. Δίχως αριθμούς, προθεσμίες, λεφτά, χρόνο να μετρά και χαμένα ανθρωπάκια να ψάχνουν το καρότο τους στα bonus εξαμήνου, τη μάρκα του παπουτσιού και τα άλογα του αυτοκινήτου. Κάποτε ένα γαϊδούρι ήταν αρκετό να σε πάει. Κάποτε η ζωή διαρκούσε λιγότερο αλλά υπήρχαν άνθρωποι που δεν τα υπολόγισαν ποτέ. Σε λιγότερο από μια δεκαετία, ο Robert Johnson έδωσε τις βάσεις της δυτικής μουσικής. Άνθρωποι τυφλοί έπαιζαν με δεξιότητα ασύλληπτη για τα τωρινά δεδομένα. Σκέψου μόνο πόσοι τυφλοί υπάρχουν στα blues: Blind Blake, Blind Lemon Jefferson, Blind Willie McTell, Blind Boys of Alabama.
Εσύ τι ακριβώς προσδοκείς; Κι αν ζήσει παραπάνω από εκείνους κι αν βγάλεις περισσότερα λεφτά, αυτό που διάγεις είναι βίος; Έχει στόχο, ολοκλήρωση;
Εσύ τί άφησες για τους άλλους;

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2007

ΕΞΟΔΟΣ


Πρωί... Ώρα αιχμής. Το μέρος δεν έχει σημασία. Όπου και να κοιτάξεις παντού το ίδιο σκηνικό. Τίποτα δεν αλλάζει και παντού το ίδιο θέαμα κάθε εργάσιμη ημέρα. Ας πούμε Κηφισίας ώρα 9 το πρωί.

Η άσφαλτος βράζει και μαζί τα νεύρα του κόσμου. Δεκάδες ακινητοποιημένα αυτοκίνητα σε μια πολύχρωμη θάλασσα από τα τελευταίας μόδας μεταλλικά χρώματα με αντισκωριακή προστασία και εγγύηση αντιπροσωπείας. Η θάλασσα χάνεται στον ορίζοντα τρεμάμενη από τη θερμότητα και τις αναθυμιάσεις. Τα χρώματα της ίριδας αναμιγνόνται σε ένα άσπιλο λευκό χρώμα...εδώ όμως τα τρώει όλα το τσιμέντο και το μαύρο του χάους καταπινει το χρόνο, τη διάθεση και τέλος τη ζωή.

Μέσα σε όλο αυτό το «αισιόδοξο» κλίμα η φωνή του Χόρν βγαίνει από τα ηχεία. Μια μαύρη τρύπα έρχεται να με καταπιεί καθώς τραγουδά τον «ουρανό, τον γαλάζιο ουρανό» και με καταπίνει το τούνελ της Κηφισίας. Κοιτώ ψηλά και βλέπω τον τσιμεντένιο ουρανό κατάφωτο από τα πορτοκαλί φώτα ασφαλείας και τις κόκκινες πυγολαμπίδες των Stop των προπορευομένων οχημάτων. Η δύναμη που μου δίνει το τραγούδι χάνεται από τα παράσιτα καθώς χάνεται το σήμα του ραδιοφωνου. Το σκοτάδι καταπίνει το φως και το τσιμέντο το σήμα του ραδιοφώνου μου. Ο θόρυβος εκκωφαντικός καθώς τα αυτοκίνητα στο άλλο ρεύμα πάνε σαν τρελά χλευάζοντας εμάς τους ακινητοποιημένους. Μπορείς πάντα να καταλάβεις αυτούς που είναι σε άδεια από το αντίθετο ρεύμα. Είναι το ρεύμα που πάντα θέλεις να βρεθείς: πάντα άδειο και γρήγορο.

Όσο για εμάς, περιμένουμε το φως στην άκρη του τούνελ. Η διαδικασία είναι απλή όσο και μονότονη. Συμπλέκτης, πρώτη, γκάζι. Ποτέ δευτέρα. Τέτοια τύχη σπανίζει. Αφήνεις φρένο και φεύγεις. Σταματάς. Ένα ατελείωτα μονότονο ρυθμικό boogie του John Lee Hooker. Ένας ατελείωτος ρυθμός και εσύ να περιμένεις το σόλο να σε λυτρώσει. Αν αργήσει πολύ, θα υπνωτιστείς και δεν θαακούσεις ποτέ τον τραγουδιστή να σου λέει το γιατί της ιστορίας. Το θέλεις το σόλο όπως θες τη λύτρωση από το καθημερινό σου μαρτύριο. Δεν ξέρεις πως. Ψάχνεις όμως τον τρόπο να απαλλαγείς από το μαρτύρικό αυτό ρυθμό που σε τρώει καθημερινά. Το ρυθμό που σε πάει στη δουλειά καθημερινά, στη ρουτίνα, την υποχρέωση.

Συμπλέκτης, πρώτη γκάζι, συμπλέκτης, δεύτερη...
Ξύπνημα, ντύσιμο, αμάξι, δουλειά, σπίτι...

Πού είναι το σόλο; Πώς θα σπάσει αυτή η συμμετρία;

Το σόλο μου μόλις αρχίζει, λίγο μετά την έξοδο για Εθνική Οδό!

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2007

καλως ήρθες...


Μπλε: το χρώμα του ουρανού, της θάλασσας...
Μπλέ όμως και η νότα των blues. Τα ρεμπέτικα της Δύσης, ο σπόρος της Αφρικής που φύτρωσε στα μπαμπακοχώρια του Δέλτα του Μισισιπή.
Μπλέ η νότα που δίνει χρώμα θλίψης, συγκρατημένη αισιοδοξίας. Πλυμένη στα burbon και χαμένη στα θολά τοπία από φτηνά καπνά, με τον ήχο της National Resonator να κόβει σαν ξυράφι με το ατσαλένιο σώμα της τη νύχτα στα απομονωμένα juke joints των Δέλτα.

Μια τέχνη, ένας πόνος που χάθηκε όταν χάσαμε την αθωότητα και αλλάξαμε την ψυχή μας με ένα δάνειο σε άπειρες "άτοκες" δόσεις. Devil Got My Woman λέει το τραγούδι Εσύ πόσο και πόσα πούλησες;

Ένα tribute στα blues και μια μπλε μουντζούρα στα καθημερινά, το blog αυτό, με τη ματιά ενός μαθητή των blues.

Enjoy...