Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Ένας χρόνος, έξι μήνες, 2 μέρες

Ένας χρόνος, έξι μήνες και 2 μέρες. Ο χρόνος είναι σχετικός και μπορεί πολύ άνετα να χαθεί η αίσθησή του. Μαζί με την αίσθηση αυτή μπορεί κανείς εύκολα να ξεχάσει αυτά που τον κρατούν ζωντανό, αφήνοντας τον να βυθιστεί σε έναν λήθαργο. Άλλοι χρειάζονται μερικές ώρες ύπνου, άλλοι περνούν τη ζωή τους κοιμώμενοι και άλλοι θέλουν κάτι λιγότερο: έναν χρόνο, έξι μήνες και 2 μέρες. Δεν θέλει πολύ όμως μέχρι να ξαναβρείς την προοπτική και για μένα ήταν αυτή η στροφή:
Ι get up in the morning
to the beat of the drum
Ι get up to this feeling,
keeps me on the run.
Ι get up in the morning,
put my dreams away,
Ι get up, Ι get up, Ι get up again
Ανακαλύφθηκε όλως τυχαίως και βρίσκεται στο Lose Your soul των Dead Man’s Bones
Κάθε στίχος έχει τη δική του σημασία για τον καθένα, όπως κάθε ένας ψάχνει μια συσχέτιση, ένα σημείο αναφοράς που θα προσδιορίσει τη θέση του, θα ταυτιστεί με τη διάθεσή του και θα τον βάλει μπρος. Το κομμάτι αυτό ήταν που με επανέφερε στο Καρτεσιανό 0,0,0. Μεγαλόστομη φράση αλλά η μπάντα το αξίζει!

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

Nick Gravenites Live!


Χτες το βράδυ έλαβε χώρα στο Κύτταρο μια φοβερή συναυλία του Nick Gravenites η οποία θεωρώ πως δεν πρέπει να περάσει δίχως αναφορά. Περιστοιχισμένος από τους ίδιους μουσικούς με την εμφάνιση του τον περασμένο Φλεβάρη (Νίκος Ντουνούσης των Nick & the Backbone) o Nick “The Greek” έκανε μια κορυφαία εμφάνιση (πιστεύω πως κάθε φορά καταφέρνει να ξεπερνά τον εαυτό του ο άνθρωπος αυτός). Δεν θέλω να γράψω για την τεχνική αρτιότητα των μουσικών, τον μουσικό εξοπλισμό τους, την ποιότητα ήχου, κλπ. ΟΚ, ήταν σε υψηλό επίπεδο (αν μου αρμόζει να είμαι εγώ ο κριτής αυτών). Αυτό που μετρά είναι η καταγραφή του γεγονότος και για αυτό γράφω αυτές τις ταπεινές αράδες. Δεν μπορώ να φέρω αντικειμενική άποψη για το όλο γεγονός ούτε και είναι κάτι που επιθυμώ, καθώς ως fan όλα περνούν από το πρίσμα του blues enthusiast ο οποίος όταν ακούει και βλέπει τον άνθρωπο αυτό, συνειρμικά φέρει στο μυαλό του όλους αυτούς που ο Νικ γνωρίζε, έπαιξε μαζί και βρέθηκε στον ίδιο χώρο, όχι ως απλός παραβρισκόμενος αλλά ως μέλος ενός πάνθεου που περιλαμβάνει τους Muddy Waters, Mike Bloomfield, John Cipollina, Janis Joplin, Paul Butterfield, Elvin Bishop, Buddy Miles για να αναφέρουμε μερικά γνωστά ονόματα. Ένας άνθρωπος που αισίως έκλεισε τα 70 του χρόνια και όμως είχε την ενέργεια να παίζει από τις 11 το βράδυ ως τις 3 περίπου το πρωί με ένα μικρό διάλειμμα. Μια φωνή που αρνείται καταλαγιάσει και ακούγεται τόσο φρέσκια όσο όταν τραγουδούσε το Moon Tune. Πάνω στην σκηνή, στο Κύτταρο, με ένα μικρό αλλά ιδιαιτέρως θερμό κοινό ο Γραβενίτης τραγούδησε τα Blues με τον τσαμπουκά του ανθρώπου που τα έχει δει όλα και έμεινε ο «τελευταίος να παίξει το παιχνίδι».

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2008

Junior Kimbrough "Sad Days, Lonely Nights"



Όλος ο ιδρώτας να τρέξει στην πλάτη σου, δεν είναι σε θέση να ξεπλύνει την πίσα από το κορμί σου. Σε ένα Juke Joint σε μια άκρη της Αμερικής, με μια κορεάτικη κιθάρα, μυτερή σαν αγκάθι, είναι ο Kimbrough και λέει μια προσευχή για τον εξορκισμό του διαόλου που έχει μπει μέσα μου. Sad Days, Lonely Nights. Το μεταφράζω ελέυθερα σε μαύρες μέρες, πίσα νύχτα. Ένας κουβάς bourbon κυλά στο αίμα μου και σκοτώνει το κακό χτικιό μέσα μου. Μαύροι χορέυουν σαν δαιμονισμένοι και το συνεχές boogie εξαγνίζει την μαύρη μου ψυχή.
Το λέει ο στίχος: ο πατέρας μου με προείδοποίησε. Θα έρθουν μαύρες μέρες και μοναχικές νύχτες. Η πένα σκίζει τη χορδή και αυτές ουρλιάζουν το συνεχές και μακρόσυρτο στίχο: Μαύρες μέρες, μαύρες νύχτες. Τί μπορείς να περιμένεις όταν η ζωή σου επιβεβαιώνει το moto από τα T-shirt του Μοναστηρακίου; Same shit, different day. Αναπολείς τις μέρες που όταν έπινες δεν έδινες δεκάρα για το τί επρόκειτο να ακολουθήσει. Έσβηνες καπνούς από Gaulloises στο bourbon. Ξέπλενα το διάλο μέσα μου με λιβάνι και οινόπνευμα.
Το έχεις ακούσει άραγε το τραγούδι; Δεν σου έρχεται να φύγεις κατευθείαν για τον τοίχο; Πως μπορεί ένας μπάρμπας από τον Αμερικανικό Νότο, με μια κορεάτικη κιθάρα, ένα σετ τύμπανα της κακιάς ώρας να μου βάζει φωτιά στα μεσάνυχτα; τραγουδά την πραγματικότητά μου...

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008

Bush, K's Choice, Stone Temple Pilots, et al


Σημάδια του παρελθόντος. Μέσα σε ένα τσίγκινο κουτάκι με συνδιασμό τον αριθμό 14. Ένα νούμερο. Τίποτε άλλο. Μέσα ένας πάκος από χαρτιά, αναμνήσεις μιας εποχής γεμάτης κρεπάλης, αλκοόλ και κάπνας ατελείωτης. Στα ροκόμπαρα των Εξαρχείων και στα συνοικιακά να πίνουμε σαν καμήλες διψασμένες κίτρινα ποτά και να καπνίζουμε τα Marlboro δίχως αύριο. Ή μήπως ήμουν μόνο εγώ αυτός που τα έκανε; Σίγουρα πάντως είχα συνεργούς στο έργο αυτό. Είχα φίλους και κοινούς γνωστούς. Δεν είχα ένα παρελθόν να κλαίω αλλά ένα μέλλον στο οποίο θα είχα όλο τον χρόνο να το αναπολώ. Το θάβεις μέσα σου και είσαι βέβαιος πως έπαψε ναυπάρχει. Έχει περάσει τόσος καιρός από τότε που βγήκα όπως έβγαινα τότε. Έχει περάσει τόσος καιρός από τότε που είχα φίλους και γνωστούς όπως τότε. Τώρα ήρθε ο καιρός που δεν έχω ούτε κοινούς γνωστούς. Και σε αυτούς τους λίγους που επένδυσα ως φίλους για πάντα, είναι οι «καλοί φίλοι» πουδεν χρειάζεται να πάρεις τηλέφωνο για να κρατήσεις επαφή. Είναι οι «θα σε πάρω», οι «το ξέρω χάθηκα, αλλά...». Πάντα πίστευα πως δεν κρατούνται έτσι οι φίλοι, ούτε καν οι γνωστοί.
Μέσα στο κουτί είναι τα αποκόμματα από τις συναυλίες που πήγα: Chuck Berry με τις Βέρμαχτ και τα πουκάμισα χωρίς μανίκια, κόντρα στην ανηφόρα του Λυκαβητού. Blues Brothers καβάλα στο δέντρο πάνω από το θεατράκι για μια τσάμπα θέα στο όνειρο. Rock of Gods, τύφλα στις χημικές τουαλέτες και κλοτσιά στην πόρτα να προλάβω με τα σώβρακα τους Bad Religion. Violent Femmes και πάνω στην τρέλα μου να μοιράζω κουτουλιές στους τριγύρω. Τρύπες στο ΣΕΦ και στο άκουσμα του πρώτου κομματιού να περνάμε από το μέσο του σταδίου στην πρώτη σειρά. Συναυλία Panx Romana να χαίρεσαι για την πρώτη σοβαρή γκόμενα του κολλητού σου. Ξύλινα Σπαθιά στο Ρόδον μετά τον πρώτο τους δίσκο. Rolling Stones στο ΟΑΚΑ και να εύχεσαι να βρισκες καμιά μπύρα, να βλέπεις τον Jagger να μην σταματά και να λες γιατί να το χάνει ο Φ. Δεν βαριέσαι, ήμασταν οι υπόλοιποι εκεί. Τον Sting να παίζει στο γήπεδο της ΑΕΚ το Roxane και να φωνάζω So Lonely γυμνός από τη μεση και πάνω! Προφητικό... Σίγουρα δεν ήταν βαρετά τότε. Όχι όπως σήμερα. Δυο φορές το χρόνο για ένα reunion που μόνο δυο από τους τρείς μάλλον απολαμβάνουν.
Μπορώ να βάλω και το κατάλληλο soundtrack στο κείμενο, όμως το when you got a good friend του Johnson δεν με εμπνέει γιατί δεν μιλάει για αυτά που έχω στο μυαλό μου. Θέλω κάτι πιο 90’s κάτι από τα δικά μου νιάτα. Κάτι που αν το άκουγα στην Τιθόρα, στο Mo Better ή στον Μύλο θα έχανα τον εαυτό μου. Αυτό που μου κάνει κλικ. Αυτό που έκανε το μυαλό μου να ανοίξει το κουτί αυτό. Θέλω το Glycerine των Bush. Θέλω κι ένα πακέτο Gaulloises caporal για να θυμηθώ τα παλιά. Κάτι να πάει κάτω το bourbon γλυκά. Το παξιμάδι στο κονιακάκι σε έναν επικήδειο του παρελθόντος. Δεν ταιριάζει κάτι καλύτερο στην παρούσα. Μακάρι να ξεχνούσα το 14. Όταν βρίσκεις τον συνδιασμό, ανοίγεις πράγματα που δεν θέλεις πάντα να ξαναθυμηθείς αλλά αυτά είναι μιας άλλης ιστορίας μεθύσι. Σήμερα πενθούμε τους φίλους και γνωστούς.

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2008

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2008

Moon tune


Τσαμπιά, χιλιάδες τσαμπιά σταφύλια. Άλλα με φαλάκρα, άλλα πολύχρωμα και όλα ιδρωμένα κρέμονταν από τον βράχο της Ακροπόλεως. Όλοι να δουν την περίφημη πανσέληνο. Στους δρόμους τα φώτα είναι σβηστά. Οι νεκροί δρόμοι του Δεκαπενταύγουστου έγιναν Κηφισίας σε ώρα αιχμής. Χιλιάδες εναπομείναντες Ελληνάρες επιβιβάστηκαν στο χρεωμένο τους αμάξι και ξεκίνησαν να παρκάρουν κάτω ακριβώς από την Ακρόπολη. Κι αν αυτός ο κωλοϋπουργός πολιτισμού είχε φροντίσει, όλοι θα μπορούσαν να παρκάρουν τα αμάξια τους μέσα στον Παρθενώνα. Όταν γίνουν το ΠΑΣΟΚ κι ο Τσίπρας κυβέρνηση όλα θα γίνουν!
Τα φώτα των αυτοκινήτων φωτίζουν τους σκοτεινούς δρόμους σαν λάβα που τρέχει από λυσασμένο ηφαίστειο και στα σκοτεινά δρομάκια που οδηγούν στον Άρειο Πάγο τα φώτα των κινητών φέγγουν με το νεκρό μπλέ φως το πλακόστρωτο δρομάκι. Μπορείς να προχωρήσεις και χωρίς φως αν θέλεις. Ακολουθείς τις κουβέντες του κόσμου, ή τα ιδρωμένα άπλυτα σώματα των Ελλήνων. Το αμάξι πλυμένο, το σώμα ποτέ! Ακολουθώ κι εγώ τα πλήθη, μέρος του πλήθους, πεζός αλλά πλυμένος. Καλαμποκάδες, φυστικάδες, νερουλάδες και μουσικοί να παίζουν «άγρια άλογα» και μάνα γιατί με έκανες αμανέδες όλα μαζί σε ένα ανατολίτικο παζάρι μια άλλης μεσανατολικής χώρας όπου η αναρχία και το παράλογο των ιθαγενών φαντάζει στους τουρίστες ως έντονο τοπικό φολκόρ. Μηχανές αστράφτουν να απαθανατίσουν τον «γραφικό πλανώδιο» με τις μπουκάλες πετρογκάζ που απειλεί να τινάξει το τετράγωνο στον αέρα, καθώς το απειλούμενο επάγγελμα του καλαμποκά δίνει ρέστα από εικοσάευρα ενώ τα άνοστα υπερχρεωμένα του καλαμπόκια βρίσκονται στο πορτ μπαγκάζ του Land Rover του που βρίσκεται παρκαρισμένο πάνω στην Διονυσίου Αεροπαγίτου.
Βρίσκομαι πάνω στον τσιμεντοποιημένο Άρειο Πάγο, ο οποίος μια φορά και εναν καιρό ήθελε ένα ζεύγος αμελέτητα και καλά παπούτσια όχι τόσο να τον ανέβεις, αλλά μάλλον να τον κατέβεις. Στην κορυφή νεοέλλην δίδει οδηγιες σε φίλο για το πως θα βρεθούν. Χρησιμοποιώντας την προσφιλή τακτική «εδώ σφυρί καλεί δρεπάνι» με τα κινητά δίνει ακριβέστατες οδηγίες για το πως θα βρει ο φίλος αυτόν τον μεγάλο βράχο που βρίσκεται δίπλα από τον φυστικά, δίπλα από τα εκδοτήρια εισιτηρίων, που έχει μια πλάκα κολλημένη επάνω, που λέει κάτι περίεργα: εννοεί τον Άρειο Πάγο. Τί σημασία έχει που είμαστε πια τόσο αδαείς; Σημασία έχει η στιγμή. Η ομορφιά της βλακείας να προσπαθείς με compact μηχανή ή ακόμα καλύτερα κινητού, να φωτογραφήσεις την Ακρόπολη από απόσταση, χωρίς φωτισμό, χωρίς τρίποδο, χωρίς διάφραγμα, χωρίς φωτογραφική μηχανή. Μετά ο ένας, να καλεί τον άλλο να συγκρίνει το μέγεθος της βλακείας που φωτογράφησε και να διαγωνιστούν για το έπαθλο του μεγαλύτερου μαλάκα της βραδιάς. Είναι μια στιγμή Mastercard: απλά ανεκτίμητη! Αρχίζω να αναρωτιέμαι τί κάνω εκεί και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι η Πανσέληνος. Βρίσκομαι πάνω στον «βράχο» και θέλω να ουρλιάξω σαν τον λύκο στην πανσέληνο. Κατεβαίνω τα σκαλιά και μου έρχεται να κλάψω. Βλέπω ένα άλλο ζώο να έχει κατεβάσει τα παντελόνια του και πίσω από τη σκάλα να κατουρά τον ιερό βράχο. Δεν ξέρω αν πρέπει να κλάψω ή να τον ξεσκίσω...

Τρίτη 22 Ιουλίου 2008

Loss in action


Κάθεται δίπλα στις γραμμές του τρένου. Ο σταθμός είναι άδειος από τρένα και ο κόσμος περιμένει κρεμασμένος στην άκρη της πλατφόρμας για το δικό του δρομολόγιο. Ποδήλατα, βρωμερά σνακ, φανταχτερά ποτά σε πλαστικές συσκευασίες , βαλίτσες και σακίδια κρεμασμένα σε πλάτες. Κάθε ένας με έναν προορισμό, με κάποιον σκοπό. Μια μέρα πριν την γενική απαγόρευση καπνίσματος και στην πλατφόρα του κεντρικού σταθμού του Άμστερνταμ κάθομαι και περιμένω με την καλή μου δίπλα μου. Κρατά το ροζ τσαντάκι της και ένα μπουκάλι νερό, μου κρατά με το άλλο το χέρι. Περιμένω το τρένο για την Χάγη μετρώντας τα γυρίσματα στους δείκτες του ρολογιού. Ο πίνακας ανακοινώσεων αποτελείται από μικρά ελάσματα που περιστρέφονται. Περιμένω το δικό μου τρένο. Δεν ταξιδεύω συχνά με το τρένο κι όμως ένα τραγούδι έρχεται στο μυαλό: and I followed her to the station… with a suitcase in my hand… Η φωνή του Mick είναι πιο κοντά στο μυαλό μου από αυτή του Robert. Ένα μικρό σύννεφο από καμμένη ganja με αποσπά. Όπου σταθείς και όπου βρεθείς πάντα κάποια μυρωδιά θα σε αποσπάσει στην πόλη αυτή.
Είμαστε στο τρένο. Αντικριστά. Εγώ βλέπω τον προορισμό να πλησιάζει και εκείνη τον σταθμό μας που απομακρύνεται. Βλέπουμε τα αντίθετα πράγματα κι όμως πάντα στην ίδια διαδρομή είμαστε πάντα. Δίπλα μου τρέχουν με τρελή ταχύτητα τεράστιες επίπεδες εκτάσεις κι εγώ ψάχνω τα Ολλανδικά Βουνά των Nits. Ένας τόπος που - όπως κάθε άλλος πέραν του τόπου που ζεις - σε κάνει να σκέφτεσαι τί είναι αυτό που σε κρατά να ζεις στην πατρίδα που νοικιάζεις. Έχω στα ακουστικά τους Misuse και παίζει το loss in action. Θυμάμαι τη συνέντευξή τους για τα τραγούδια τους και εκείνη τη στιγμή γίνεται αυτό ακριβώς που περιέγραφαν. Τα τραγούδια τους έγιναν το soundtrack της διαδρομής μου και οι δικές τους εικόνες ήρθαν κι έντυσαν με βουνά τις επίπεδες εκτάσεις την επαρχιακής Ολλανδίας. Το βιολί ταξιδεύει παράλληλα με τις γραμμές του τρένου που αλλάζουν πορεία σε μια σταθερή τροχιά. Το μπάσο δίνει το ρυθμό καθώς ο τροχός βρίσκει στον αρμό της ράγας και η κιθάρα ορίζει την κορυφογραμμή της σκέψης μου που τώρα σταματά. Δεν μου χρειάζονται στίχοι. Ο νους μου μου λέει μια ιστορία. Την ιστορία της γυναίκας μου που κάθεται απέναντι και μετρά τις στιγμές που αφήνουμε πίσω. Η ιστορία μου μιλά για τις στιγμές που θα ‘ρθουν και οι δυο μαζί παίζουν και πλέκονται σε ένα παιχνίδι. Δυο σύμπαντα παράλληλα. Δεν πρόκειται ποτέ να αγγίξει το ένα το άλλο. Τρέχω προς το τέρμα της διαδρομής και εκείνη κρατιέται μην ξεκινήσει ποτέ. Η αρχή θα σημάνει και το τέλος της διαδρομής. Η απόσταση που διανύουμε μπαίνει ανάμεσα μας μέχρι που τα χέρια μας αγγίζουν το ένα το άλλο. Τα σύμπαντα καταρρέουν και εγώ είμαι πάλι μαζί της.